Κοινωνία

20 Σεπτεμβρίου 2019 12:35 Τελευταία ενημέρωση : 20 Σεπτεμβρίου 2019 17:39

ΣτΕ: Αντισυνταγματικές οι αποφάσεις Γαβρόγλου για τα Θρησκευτικά

Διάβασέ μου το...

Το σκεπτικό της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις αλλαγές που είχε εισηγηθεί ο τέως Υπουργός Παιδείας. "Πυρά" από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.

ΣτΕ: Αντισυνταγματικές οι αποφάσεις Γαβρόγλου για τα Θρησκευτικά
-

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματικές και αντίθετες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) τις αποφάσεις του τέως υπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Γαβρόγλου με τις οποίες καθορίσθηκαν τα προγράμματα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών του Δημοτικού, του Γυμνασίου και του Λυκείου.

Ειδικότερα, σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση του ΣτΕ, με τις υπ΄ αριθμ. 1749 - 1752/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (προεδρεύων ο αντιπρόεδρος Αθανάσιος Ράντος και εισηγήτρια η Σύμβουλος Επικρατείας Παρασκευή Μπραΐμη) ακυρώθηκαν οι 101470/Δ2/16.6.2017 και 99058/Δ2/13.6.2017 αποφάσεις του υπουργού Παιδείας.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΣτΕ, ακυρώθηκαν οι 101470/Δ2/16.6.2017 και 99058/Δ2/13.6.2017 αποφάσεις του υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, με τις οποίες καθορίστηκαν τα προγράμματα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών αφενός του δημοτικού και του γυμνασίου και αφετέρου του λυκείου.

Ειδικότερα, σε σχέση με τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι πρέπει να επιδιώκεται η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης και ότι το μάθημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές.

Εξάλλου, σύμφωνα με το ΣτΕ, οι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι ή άθεοι μαθητές έχουν δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα με την υποβολή σχετικής δήλωσης, η οποία θα μπορούσε να γίνει με μόνη την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης. Η δε Πολιτεία οφείλει, εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται, να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος «ελεύθερης ώρας». Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, τα επίδικα προγράμματα σπουδών, όπως προκύπτει από τους σκοπούς και το περιεχόμενό τους, δεν αποβλέπουν στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των ορθόδοξων μαθητών, διότι τα μεν προγράμματα του δημοτικού και του γυμνασίου δεν περιέχουν ολοκληρωμένη -και διακριτή έναντι άλλων δογμάτων και θρησκειών- διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της ορθόδοξης εκκλησίας, το δε πρόγραμμα του λυκείου είναι αποσυνδεδεμένο από τη διδασκαλία αυτή.

Αντιθέτως, δίδεται ιδιαίτερη έμφαση είτε στην προβολή στοιχείων κοινών με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών (δημοτικό-γυμνάσιο) είτε στη διδασκαλία διαφόρων ηθικών και κοινωνικών ζητημάτων, τα οποία είτε είναι αντικείμενο κυρίως άλλων μαθημάτων (δημοτικό-γυμνάσιο) είτε είναι άσχετα ή και αντίθετα με την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία (λύκειο).

Τελικά, κρίθηκε ότι τα επίδικα προγράμματα σπουδών έρχονται σε αντίθεση με τα άρθρα 16 παρ.2 και 13 παρ.1 του Συντάγματος, με το άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και με την Αρχή της Ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, άρθρα 14 και 9 της ΕΣΔΑ).

Η ανακοίνωση του Υπουργείου Παιδείας 

Σε ανακοίνωσή του το Υπουργείο Παιδείας  και Θρησκευμάτων αναφέρει πως «θα μελετήσει τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας προκειμένου ακολούθως να επανεξετάσει εξ’ αρχής το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο, προβαίνοντας στις ενδεδειγμένες ενέργειες για την αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών και για την τροποποίηση της δήλωσης απαλλαγής από αυτό». «Γνώμονας μας να διασφαλιστεί η συμβατότητα των σχετικών ρυθμίσεων με τις συνταγματικές επιταγές» καταλήγει η ανακοίνωση του Υπουργείου Παιδείας.

Αντιδράσεις για την απόφαση του ΣτΕ 

«Η σημερινή απόφαση του ΣτΕ για το μάθημα των Θρησκευτικών είναι αναμφισβήτητα μια ιστορική απόφαση. Καταργεί ολόκληρη την επιστημονική, παιδαγωγική και θεολογική εξέλιξη του μαθήματος μετά το 1974. Καταργεί τη συνειδητή προσπάθεια χιλιάδων Θεολόγων να κατακτήσουν στη συνείδηση των συναδέλφων τους αλλά και των μαθητών όπως και στην καθημερινή παιδαγωγική πράξη την πραγματική επιστημονική και παιδαγωγική ισοτιμία του μαθήματος των Θρησκευτικών με τα άλλα μαθήματα του ωρολογίου προγράμματος. Ακυρώνει τις προσπάθειες συνεννόησης με την Εκκλησία, όπου τα νέα προγράμματα σπουδών είχαν και την αποδοχή της Ιεραρχίας. Υπονομεύει, τέλος, την καθιέρωση μιας κουλτούρας διαλόγου ανάμεσα σε επιστημονικούς και θρησκευτικούς φορείς, με γνώμονα  πάντοτε ότι την τελική ευθύνη των μαθημάτων την έχει η Πολιτεία. Το μάθημα των Θρησκευτικών, σύμφωνα με την σημερινή απόφαση του ΣτΕ, δεν είναι πλέον μάθημα αλλά κατήχηση. Δεν είναι γνώση αλλά εξέταση για την πίστη των μαθητών και των γονιών τους. Ένα μάθημα που θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι χρήσιμο και απολύτως απαραίτητο, μετατρέπεται πια επίσημα σε άκρως επικίνδυνο αναχρονισμό», αναφέρει σε δήλωσή του ο πρώην Υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου, για την απόφαση του ΣΤΕ.

«Με  την απόφασή του το ΣτΕ επαναλαμβάνει την προηγούμενη σύμφωνα με την οποία το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να έχει κατηχητικό χαρακτήρα. Πρόκειται για απόφαση που αντίκειται στο Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Είναι περίεργο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, που έχει επιφορτιστεί με την αρμοδιότητα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των πολιτών, να νομολογεί επί θεολογικών και παιδαγωγικών ζητημάτων, ως να ήταν Οικουμενική Σύνοδος ή Παιδαγωγικό Ινστιτούτο», σημειώνει, μεταξύ άλλων, σε δήλωσή του, ο τομεάρχης Παιδείας και βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Φίλης, ενώ προσθέτει πως «οι αποφάσεις του ΣτΕ γυρίζουν την εκπαίδευση στη σκοτεινή δεκαετία του `50 και στο «ελληνοχριστιανικό» Σύνταγμα του 1952».

Θέση για το θέμα πήρε και το Κίνημα Αλλαγής, καθώς σε ανακοίνωσή του αναφέρει ότι «η σημερινή απόφαση του ΣτΕ για τα Θρησκευτικά αποτελεί «αλλαγή παραδείγματος» και, ταυτοχρόνως, τη ληξιαρχική πράξη θανάτου επιστημονικών, παιδαγωγικών και δημοκρατικών κατακτήσεων σαράντα χρόνων. Επιχειρείται όχι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης (όπως αναφέρει ρητά το Σύνταγμα), ούτε καν η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης (όπως αναφέρει η απόφαση του ΣτΕ) αλλά η επιβολή με τη χρήση των κρατικών μηχανισμών μιας συγκεκριμένης αντίληψης για την Ορθοδοξία που την εκφράζουν αυτοί που σήμερα χαίρονται. Παραφράζοντας το γνωστό μεταξικό ποιηματάκι, ας αναρωτηθούμε «ποιοι χαίρονται και χαμογελούν σήμερα πατέρα;». Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Είναι οι ιδεολογικοί επίγονοι του Μεταξά και του Παπαδόπουλου, οι υποστηρικτές του Γ’ Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού. Για την σημερινή, αδιανόητα αρνητική εξέλιξη έχουν ιστορικές ευθύνες και οι Υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ γιατί τόσο σοβαρά θέματα δεν είναι δυνατόν να τα χειρίζεται κάποιος με ιδεοληψίες, γιουρούσια και χωρίς συμμαχίες. Τώρα όμως δεν προέχει το ποιος έφταιξε αλλά το πώς δεν θα επιτραπεί σε μια Κυβέρνηση της Δεξιάς να μετατρέψει το σχολείο σε ένα γιγάντιο Κατηχητικό οποιασδήποτε θρησκευτικής κοινότητας (γιατί για όσους δεν πρόσεξαν την απόφαση του ΣτΕ, κατήχηση πλέον θα κάνουν όλοι). Προέχει να υπερασπιστούμε το δικαίωμα των Θεολόγων να διδάσκουν ένα κανονικό μάθημα και όχι να κατηχούν τα παιδιά».

 «Η σημερινή αναχρονιστική απόφαση του ΣτΕ, που έκρινε ως αντισυνταγματικές ακόμη κι αυτές τι άτολμες ενέργειες της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, για το μάθημα των θρησκευτικών, πέρα από τα όποια νομικά της ζητήματα, αναδεικνύει και το εξής: Την ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο η Παιδεία θα πρέπει να προάγει τη θρησκευτική συνείδηση. Το ΚΚΕ στη διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης είχε προτείνει την αλλαγή αυτής της διάταξης, κάτι όμως που απορρίφθηκε από όλα τα αλλά κόμματα, του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβανομένου», σημειώνει το ΚΚΕ.