X

Αναμνήσεις από Τσέρνομπιλ «ξυπνάνε» τα τζάκια στη Θεσσαλονίκη

H αιθαλομίχλη μπορεί να «έπνιξε» το λεκανοπέδιο το περασμένο Σαββατοκύριακο, αλλά τα χειρότερα καταγράφηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου ανιχνεύτηκε ποσότητα ραδιενεργού Καισίου στην ατμόσφαιρα της πόλης.

Ant1news

Κι αυτά είναι μόνο οι οικολογικές επιπτώσεις από την προσπάθεια των Ελλήνων να ζεσταθούν, αφού οι οικονομικές έρχονται σε πρώτη μοίρα για τους πολίτες.

Η απόφαση για την δωρεάν παροχή ρεύματος, τις κρύες μέρες που έχει ήδη προαναγγείλει το υπουργείο Περιβάλλοντος, βρίσκεται ακόμα υπό συζήτηση. Οι πολίτες όμως ήδη σπεύδουν να ενταχθούν στο Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο της ΔΕΗ, που επιτρέπει οικονομικές διευκολύνσεις στους αδύναμους. Χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι ότι μόνο σήμερα, σε υποκατάστημα της ΔΕΗ στην Εύβοια έγιναν 3.000 αιτήσεις ένταξης στο Κοινωνικό Τιμολόγιο.

Η Θεσσαλονίκη «θυμάται» το Τσέρνομπιλ

Ακόμα κι αν έχουν περάσει 23 χρόνια από το Τσέρνομπιλ, τα υπολείμματά του εξακολουθούν να υπάρχουν στην ατμόσφαιρα και την «ευθύνη» έχουν τα τζάκια. Αυτό τουλάχιστον απέδειξε έρευνα ομάδας φοιτητών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Η επιστημονική ομάδα του τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ, με επικεφαλής της καθηγήτρια κ. Μανωλοπούλου – η οποία παρουσίασε τα αποτελέσματα της έρευνας στο Journal of Enviromental Radioactivity- εξηγεί ότι όταν το 1986 έγινε το πυρηνικό ατύχημα, ποσότητες του νέφους κατακάθισαν σε ορισμένα δέντρα της περιοχής της Βόρειας Ελλάδας.

Οι ποσότητες Καισίου, που εντοπίστηκαν στην ατμόσφαιρα της πόλης, από την ερευνητική ομάδα, αποδίδονται στην καύση ξύλου, από τζάκια και ξυλόσομπες. Αν και το φαινόμενο χρήζει περαιτέρω μελέτης, προς το παρόν τα ποσοστά Καισίου που εντοπίστηκαν στα δέντρα, δεν προκαλούν ανησυχία.

Η καύση ξύλου απελευθερώνει ένα μέρος του Καισίου στην ατμόσφαιρα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του παραμένει στη στάχτη της εστίας. Για το λόγο αυτόν, οι ειδικοί  προειδοποιούν τους πολίτες να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, κατά τον καθαρισμό των εστιών.

Η έρευνα διενεργήθηκε μόνο στο χώρο της Πανεπιστημιούπολης, στην οποία δεν υπάρχουν σπίτια, οπότε δε γίνεται και ιδιαίτερη καύση ξυλείας. Το γεγονός αυτό αυξάνει τις πιθανότητες συγκέντρωσης μεγαλύτερων ποσοτήτων σε άλλα σημεία της πόλης, που είναι πυκνοκατοικημένα.   

«Ένοχα» τα ελληνικά ξύλα

Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι το Καίσιο ανιχνεύτηκε σε ξύλα ελληνικής προέλευσης και όχι σε ξύλα από βαλκανικές χώρες (όπως η Βουλγαρία). Η κ.Μανωλοπούλου στηρίζει το γεγονός στις κλιματικές αλλαγές που επικρατούσαν στην κάθε περιοχή την εποχή του δυστυχήματος.