X

«Παραμένουν οι αβεβαιότητες», λέει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής

Ως «ασθενής» χαρακτηρίζεται στην έκθεση του η δυναμική της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, παρά την ανάσχεση της ύφεσης.

Ant1news

Του Παναγιώτη Δημητρακόπουλου

Στην πρόταση «η οικονομική συγκυρία τείνει να βελτιωθεί, αλλά οι αβεβαιότητες παραμένουν» συμπυκνώνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, τα συμπεράσματα της τρίμηνης έκθεσης του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, το διάστημα Απριλίου-Ιουνίου 2014 «η κατάσταση της οικονομίας βελτιώθηκε. Όλα τα οικονομικά μεγέθη δείχνουν (και τα ερευνητικά Ινστιτούτα επιβεβαιώνουν) ότι η χώρα εισήλθε στο στάδιο της οικονομικής σταθεροποίησης και ότι είναι σχεδόν βέβαιη μια μικρή ανάκαμψη έως το τέλος του έτους».

Ωστόσο, το Γραφείο Προϋπολογισμού κρούει τον κώδωνα αναφέροντας ότι «αν δεν επιτευχθούν στο μέλλον υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης, δεν θα υπάρξει γρήγορη και αισθητή βελτίωση της απασχόλησης και αντίστροφα, αν η ανεργία παραμείνει σε υψηλά επίπεδα θα επηρεάσει αρνητικά, μαζί με άλλους παράγοντες, τη δυνητική παραγωγή στο μέλλον».

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, «η δυναμική της ανάκαμψης είναι ακόμα ασθενής παρά την ανάσχεση της ύφεσης. Τις δυσκολίες της επίτευξης μιας διατηρήσιμης ανάπτυξης δείχνει ανάμεσα σε άλλα και η - παρά την μείωση του εργασιακού κόστους - εξαγωγική άπνοια, η οποία οφείλεται σε σειρά δομικών και θεσμικών παραγόντων, όπως το υψηλό κόστος ενέργειας που επιβαρύνει το μεγαλύτερο μέρος της βαριάς βιομηχανίας, η υψηλή φορολογία και το διοικητικό κόστος. Επίσης, χωρίς ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων σε ευρεία βάση, η διαφαινόμενη ανάκαμψη δεν θα είναι διατηρήσιμη. Ακόμη μια πηγή αβεβαιότητας είναι ότι δεν έχει επιτευχθεί κάποια ελάχιστη συναίνεση ανάμεσα στις μεγάλες πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι η συνέχεια σε βασικά στοιχεία της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής δεν είναι σίγουρη».

Σύμφωνα με τους αναλυτές του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, οι πηγές της αβεβαιότητας είναι πολλές: 

-η εκκρεμότητα της διευθέτησης των «κόκκινων» δανείων και οι επιπτώσεις της στα κεφάλαια των τραπεζών 

-οι υστερήσεις των μεταρρυθμίσεων, που μπορεί να αυξήσουν το κόστος δανεισμού της χώρας από τις διεθνείς αγορές 

-η καταγεγραμμένη επενδυτική άπνοια

-το μέγεθος του δημοσίου χρέους, που «αιωρείται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την ελληνική οικονομία και κάνει επιφυλακτικούς τους σοβαρούς εγχώριους και ξένους επενδυτές». 

Απειλή οι αποφάσεις των δικαστηρίων 

Ως πηγή αβεβαιότητας αναφέρεται και η «μετ΄ εμποδίων πρόοδος της δημοσιονομικής εξυγίανσης», για την οποία μάλιστα δεν έχουν εξαλειφθεί οι κίνδυνοι οπισθοδρόμησης, καθώς οι «αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων που δικαιώνουν πολλούς από τους προσφεύγοντες σε αυτά, είναι ικανές να ανοίξουν νέες τρύπες στον προϋπολογισμό», ενώ άλλοι κίνδυνοι έρχονται από τις διαρκώς αυξανόμενες ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές των πολιτών.

Αφήνεται να βασιλεύει η φοροδιαφυγή 

Σε ότι αφορά τον περιορισμό του μαύρου χρήματος, οι αναλυτές του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, υπογραμμίζουν ότι «η φοροδιαφυγή εξακολουθεί να ανθεί, παρά τα κάποια μέτρα για την περιστολή της που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα. Εκ του αποτελέσματος κρίνουμε ότι στην πολιτική προσαρμογής η φοροδιαφυγή δεν είχε την προτεραιότητα που έπρεπε και ότι το βάρος έπεσε σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές δαπάνες».

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «είναι πιθανόν ότι στο ζήτημα αυτό η πολιτική δυσκολεύεται όχι μόνο λόγω εγγενών αδυναμιών, αλλά και εξαιτίας: 

-της βαθιάς ύφεσης που μείωσε δραματικά τα εισοδήματα 

-της αύξησης των φόρων 

-του πολύ υψηλού ποσοστού αυτοαπασχολούμενων και πολύ μικρών επιχειρήσεων σε υπηρεσίες και εμπόριο 

-της στρεβλής οικονομικής κουλτούρας τμημάτων της οικονομικής ελίτ 

-μιας ιστορικά διαμορφωμένης και βαθιά ριζωμένης στάσης των πολιτών σε θέματα φορολογικής διοίκησης, η οποία τροφοδοτείται από τη διάχυτη αίσθησή τους για κατάχρηση εξουσίας, αναξιοκρατία και κυρίως εκτεταμένη διαφθορά στις σχέσεις της Διοίκησης με τους φορολογούμενους πολίτες!». 

Δείκτης θεσμικής αστάθειας η παραίτηση Θεοχάρη 

Όπως αναφέρεται στην έκθεση «η παραίτηση του ΓΓ Δημοσίων Εσόδων έδειξε ότι κάθε προσπάθεια περιορισμού της διακριτικής ευχέρειας υπουργών να παρεμβαίνουν αντιμετωπίζει μεγάλα εμπόδια. Επίσης, μας υπενθύμισε, μαζί με άλλα φαινόμενα, ότι η χώρα πάσχει από επίμονη θεσμική αστάθεια. Με την ίδρυση της Γραμματείας (και άλλες θεσμικές αλλαγές) πήγαινε τουλάχιστον να κλείσει η πόρτα για πολιτικές επιρροές στο στάδιο της εφαρμογής των νόμων που τροφοδοτούσαν, μαζί με τις συνεχείς αλλαγές των ίδιων των φορολογικών νόμων, μια κατάσταση συνεχούς ρευστότητας στο φορολογικό σύστημα. Ας σημειωθεί ότι η κυβέρνηση αναγνώρισε ότι ο κ. Θεοχάρης πέτυχε τους στόχους που του είχαν καθορισθεί». 

Βραδύνουσες οι ιδιωτικοποιήσεις 

Σύμφωνα με την έκθεση, «οι ιδιωτικοποιήσεις έγιναν το πρώτο εξάμηνο του 2014, όμως γενικά δεν τηρείται το συμφωνημένο χρονοδιάγραμμα, ενώ ορισμένες αποφάσεις τροποποιούνται «επί τω θετικότερω, όπως η αναθεώρηση των σχεδίων για πλήρη ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών ύδρευσης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη».

«Γεγονός είναι ότι οι πλήρεις ιδιωτικοποιήσεις μονοπωλίων είναι θεωρητικά αμφισβητούμενες, ενώ οι εμπειρίες που είχαν άλλες χώρες ειδικά με τις πωλήσεις εταιρειών ύδρευσης πόλεων ήταν μάλλον κακές», τονίζουν οι αναλυτές της Βουλής, οι οποίοι επισημαίνουν ότι «πάσχει και η θεσμική-οργανωτική υποδομή για το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς δεν τηρήθηκε η δέσμευση της κυβέρνησης να δημιουργήσει ένα άτυπο διυπουργικό όργανο για τον συντονισμό των ενεργειών, ώστε να ξεμπλοκάρονται σχετικά με τις ιδιωτικοποιήσεις ζητήματα, συντηρώντας μια ασαφή κατάσταση».

Αντιφατικά μηνύματα από τον ανασχηματισμό 

«Η κυβέρνηση εξέπεμπε αντιφατικά μηνύματα μετά τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον ανασχηματισμό. Από τη μια επιβεβαίωσε ότι εμμένει στους (μακροοικονομικούς) στόχους των προγραμμάτων προσαρμογής, όπως έχει συμφωνήσει με την «τρόικα», από την άλλη όμως επιζήτησε να ανακτήσει πολιτικό έδαφος κάνοντας διάφορους συμβιβασμούς, που αποδυνάμωναν ορισμένες μεταρρυθμίσεις ή έκαναν αβέβαιη την αποτελεσματικότητά τους, ενώ φαίνεται πως τελικά νοθεύονται πολλές μεταρρυθμίσεις».

Έλλειψη σχεδιασμού κι οργάνωσης

Ως βασική πηγή δυσπιστίας καταγράφονται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής και οι «συνεχείς φορολογικοί ανασχεδιασμοί (δεν υπάρχει μέρα που να μη εξαγγέλλεται κάποια αλλαγή στη φορολογική νομοθεσία ή στις ερμηνευτικές της εγκυκλίους), που αποτελούν μια πρακτική που απλά χειροτερεύει το ήδη υπάρχον κλίμα δυσπιστίας. Δεν υποτιμούμε τις δυσκολίες στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, ούτε τη σημασία πολλών μέτρων που λήφθηκαν έως τώρα και μάλιστα παρά την αντίθεση της κοινής γνώμης. Αλλά το μέγεθος των προβλημάτων της χώρας απαιτεί πιο θαρραλέα και αποφασιστική πολιτική. Αναμφισβήτητα πρόκειται για μια διαδικασία μεγάλης κλίμακας που θίγει τις περισσότερες κοινωνικές ομάδες και κινητοποιεί οργανωμένα συμφέροντα εντός του κράτους και γύρω από αυτό για την προάσπιση του status quo ante. Γεγονός είναι, επίσης ότι οι ικανότητες σχεδιασμού τέτοιας κλίμακας πολιτικών ήταν περιορισμένες και, επιπλέον, υπήρχαν ισχυρές αντιστάσεις εναντίον της τεχνικής βοήθειας. Σε όλα τα στάδια διαμόρφωσης της πολιτικής - σχεδιασμό, ψήφιση νόμων, εφαρμογή, αξιολόγηση αποτελεσμάτων - παρεμβαίνουν όσοι θίγονται ή όσοι επιζητούν να φορτώσουν σε άλλους το κόστος της προσαρμογής με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση και ασάφεια για το τι ισχύει, με ποιο αποτέλεσμα και τι δεν ισχύει».

Εν κατακλείδι, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής επισημαίνει ότι «ακόμα και αν οι μεταρρυθμίσεις είχαν προχωρήσει κανονικά, οι θετικές επιπτώσεις στην οικονομία θα ήταν περιορισμένες κατ’ αρχάς λόγω του τεράστιου δημόσιου και ιδιωτικού χρέους που αιωρείται απειλητικά, αλλά και των άλλων παραγόντων που προαναφέρθηκαν. Πρέπει να προστεθεί και το γενικευμένο κλίμα δυσπιστίας, παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις εμπιστοσύνης, οικονομικών παραγόντων. Θα χρειασθούν εξαιρετικές προσπάθειες για να αντιμετωπισθεί η κρίση εμπιστοσύνης, την οποία τροφοδοτούν πελατειακές πρακτικές, συνεχείς αλλαγές πολιτικής που προκαλούν προσχώματα και κινδύνους σε κάθε σοβαρό επιχειρηματία και η γενικευμένη αίσθηση άνισης κατανομής βαρών».