X

Norman Atlantic: Θα καιγόμασταν σαν τα ποντίκια

Την κατάσταση μέσα στο φλεγόμενο πλοίο περιέγραψα οι διασωθέντες που έφτασαν το απόγευμα της Δευτέρας στην Πάτρα.

Ant1news

Οι διασωθέντες του Norman Atlantic τονίζουν ότι δεν υπήρχε οργάνωση, αλλά ασυνεννοησία, αναγνωρίζουν όλοι ωστόσο τις προσπάθειες που κατέβαλαν ο καπετάνιος και το πλήρωμα του πλοίου , οι οποίοι καθόλη τη διάρκεια του δράματος ήταν στο πλευρό τους.

«Ήμασταν αβοήθητοι από τις 5.30 το πρωί της Κυριακής. Δεν μας έδωσαν ούτε ένα ποτήρι νερό», δηλώνει χαρακτηριστικά για να συμπληρώσει πως «δεν δούλεψε τίποτα…», λέει ο Αντώνης Μυλωνάς, ο οποίος έφτασε το βράδυ της Δευτέρας στην Πάτρα με το Europa Cuise τονίζοντας ότι «αν δεν υπήρχαν τα super puma θα καιγόμασταν σαν τα ποντίκια».

Ο ίδιος εξήρε τη στάση του καπετάνιο και του Ύπαρχου του πλοίου, οι οποίοι έμειναν μέχρι την τελευταία στιγμή στο πλοίο, δίνοντας μάχη.

«Με ξύπνησε η μυρωδιά, είχε καπνό στο διάδρομο άρχισαν να φωνάζει ο κόσμος φωτιά. Ανεβήκαμε πάνω πολύ γρήγορα στο κατάστρωμα, ενώ είχε και πολύ άσχημο καιρό. Καταλαβαίνετε πως προσπαθούσαμε να βρούμε καταφύγιο από καπνό, μυρωδιές, θερμότητα, καιρό. Βρήκαμε καταφύγιο αρχικά κοντά στη γέφυρα, όμως πήρε και αυτή φωτιά. Καθίσαμε αρκετές ώρες μέχρι να δούμε να πλησιάζουν τα πρώτα καράβια, σχεδόν τέσσερις ώρες. Στη συνέχεια ανεβήκαμε στο κατάστρωμα το ανοικτό. Το ιταλικό πλήρωμα μιλούσε μεταξύ του προσπαθώντας να οργανωθούν, όμως το κακό είναι πως δεν μπορούσαν να πλησιάσουν κοντά τα άλλα καράβια» τόνισε ο κ. Μάνδηλας, γιατρός ο οποίος επρόκειτο να πάει οδικώς στο Δουβλίνο όπου εργάζεται και έφτασε το απόγευμα της Δευτέρας στην Πάτρα.

Ερωτώμενος για αν φοβήθηκε για τη ζωή του, είπε ότι «σε όλους πέρασε η ιδέα να πέσουν στη θάλασσα. Δεν είχαμε πρόσβαση στις σωσίβιες λέμβους, ήμασταν χωρισμένοι σε γκρουπ ουσιαστικά. Άκουγα το πλήρωμα και τον καπετάνιο που ζητούσε συνέχεια να έρθουν τα σωστικά, υπήρχε ενδιαφέρον όχι όμως και σωστός συντονισμός.

Η κατάσταση σε κάποια στιγμή ήταν λίγο ‘ο σώζων εαυτόν σωθήτω’. Κυρίως μετά τη δεύτερη μέρα όσο περνούσαν οι ώρες και δεν υπήρχε η σωστή και έγκαιρη διάσωση. Πάλι καλά που άντεξε το πλοίο. Μείναμε επάνω πιο πολύ άνδρες και κάποιες γυναίκες που δεν ήθελαν. Κρατιόμασταν παρόλο που δεν γνωριζόμασταν, γιατί φυσούσε πολύ αλλά και από τον αέρα από τα ελικόπτερα, μας πέταγε. Όλοι κοιτούσαμε μήπως βρούμε μια θέση για το ελικόπτερο. Ήμουν βέβαιος πως θα αντέξει το πλοίο, οπότε φοβόμουν μόνο για το αν θα αντέξω το κρύο, γιατί ήμασταν μούσκεμα όλοι, μας κατέβρεχαν και τα σωστικά. Σε όλους στριφογύρισε η ιδέα να πηδήξουμε στη θάλασσα, όμως νομίζω ήταν η έσχατη λύση ιδίως όταν άρχισε να νυχτώνει το δεύτερο βράδυ».