X

Θεοδωράκης για Μητσοτάκη: o “Ψηλός” ποτέ του δεν καμπούριασε

Ο επικεφαλής του Ποταμιού θυμάται μια παλιά συνάντησή τους με κουβέντα και ...τσικουδιές κι αποχαιρετά τον πρώην Πρωθυπουργό.

Ant1news

“Ο «Ψηλός» ποτέ του δεν καμπούριασε. Παραξενεύτηκαν κάποιοι που αποχαιρέτισα τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη γράφοντας «καλό ταξίδι, ψηλέ». Να τους πληροφορήσω λοιπόν ότι η Κρήτη έχει την δική της αργκό. Και ο Μητσοτάκης για τα Χανιά ήταν πάντα «ο ψηλός». Μπροστά του τον προσφωνούσαν βέβαια «Πρόεδρο» - ακόμη και τις περιόδους που δεν ήταν - αλλά στο Μαράθι, το Ακρωτήρι, στα μιτάτα, στο παλιό λιμάνι, άκουγες: «περιμένουμε τον Ψηλό» ή «μόλις πέρασε ο Ψηλός»”, γράφει σε άρθρο του στα “ΝΕΑ” για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ο Σταύρος Θεοδωράκης, ανακαλώντας στην μνήμη του το αντάμωμά τους και τις τσικουδιές στο Ακρωτήρι με τον πρώην Πρωθυπουργό που πέθανε σε ηλικία 99 ετών.

“Όταν για πρώτη φορά άκουσα τον χαρακτηρισμό, παραξενεύτηκα. Ήταν βέβαια ψηλός αλλά δεν ξέρω αν ο όρος αναφερόταν μόνο στο φυσικό του μπόι. Ίσως αυτοί που το πρωτοείπαν ήθελαν να τονίσουν ότι ποτέ του δεν προσπάθησε να περάσει απαρατήρητος και ποτέ του δεν καμπούριασε. Υπερασπίστηκε όρθιος και τις πιο αντιδημοφιλείς απόψεις του – μεγάλο προσόν”, γράφει ο επικεφαλής του Ποταμιού.

Όπως αναφέρει ο Σταύρος Θεοδωράκης, “γνώρισα τον Μητσοτάκη στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Πολιτικά δεν ήμουν μαζί του. Θυμάμαι που είχα νιώσει την ανάγκη να του το πω. Σήκωσε τους ώμους του – θα θυμάστε το χαρακτηριστικό τρόπο που το έκανε- και μου είπε κάτι σαν: «είμαστε όμως και οι δύο Χανιώτες». Μετά την πρωθυπουργία του βρήκαμε τον χρόνο να μιλήσουμε περισσότερο. Πήγαινα για μια συνέντευξη στην Αραβαντινού ή στο Ακρωτήρι και αντί για μια ώρα καθόμουν τρεις. Η ευθύτητα του σε τρυπούσε. Δεν προσπαθούσε να γλυκάνει τα λόγια του. Άκουγε βέβαια την κριτική, πολλές φορές την προκαλούσε κιόλας - και αυτό μεγάλο προσόν».

“Η τελευταία μας προσωπική συνάντηση ήταν στις αρχές του περασμένου Αυγούστου στο Ακρωτήρι. Ζήτησε ο ίδιος να με δει. Ένα μικρό μπουκάλι τσικουδιά, δύο ποτηράκια και καλιτσούνια. Μακριά η θάλασσα, χωμένη ανάμεσα στα βουνά. Εφημερίδες και βιβλία περίμεναν κάτω από ένα μεγεθυντικό φακό. Τα χέρια του χάιδευαν μια κατσούνα, σαν μια ανταμοιβή για τα βουνά που είχαν ανέβει μαζί.

Συζητήσαμε μέχρι τελικής πτώσεως. Δικής μου βέβαια γιατί ο Ψηλός δεν κουραζόταν ποτέ”, καταλήγει στο άρθρο του ο Σταύρος Θεοδωράκης.