X

ΙΟΒΕ: ανάπτυξη κάτω από 1,5% φέτος

Οι εκτιμήσεις του Ινστιτούτου για το 2017. Τι λέει για την αξιολόγηση και την πιθανότητα νέων μέτρων το 2018.

Ant1news

Ελαφρά κάτω του 1,5% θα κινηθεί σε πραγματικούς όρους ο ρυθμός ανάπτυξης το 2017, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ που παρουσίασε ο Γενικός Διευθυντής του, Καθηγητής Νικόλαος Βέττας.

Για το 2018 η εκτίμηση για ρυθμό ανάπτυξης είναι σύμφωνα πάντα με την Έκθεση του ΙΟΒΕ για την Ελληνική Οικονομία 2%, ίσως και ελαφρώς μεγαλύτερη.

Όπως ανέφερε ο κ. Βέττας, καθώς εξελίσσεται η εφαρμογή του προγράμματος, η αβεβαιότητα μειώνεται και η οικονομία επιστρέφει γενικά στις συνθήκες του 2014. Σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που προκάλεσαν και πολιτική σύγκρουση, η ανάπτυξη το 2014 της ελληνικής οικονομίας δεν ήταν 0,3%, όπως ήταν η αρχική εκτίμηση, αλλά 0,7% του ΑΕΠ. 

Ο κ. Βέττας επεσήμανε πάντως ότι αν και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, δεν διαφαίνεται πως θα υπάρξει πρόβλημα δημοσιονομικό κατά το τρέχον έτος, για το 2018 οι στόχοι που έχουν τεθεί είναι φιλόδοξοι.

Τα βασικότερα σημεία της ανάλυσης του ΙΟΒΕ:

  • Σε θετική κατεύθυνση συμβάλλει αποφασιστικά το ιδιαίτερα ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον, όπου οι τοπικές γεωγραφικές συνθήκες ενίσχυσαν τον εισερχόμενο τουρισμό, αλλά και ευρύτερα, καθώς στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς καταγράφονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, το κόστος χρήματος είναι ιδιαίτερα χαμηλό όπως σχετικά χαμηλό είναι και αυτό της ενέργειας. Δομικές αλλαγές που έχουν επέλθει στην ελληνική οικονομία από την αρχή της κρίσης, ιδίως στην αγορά εργασίας, έχουν επίσης θετική επίδραση, έστω και με καθυστέρηση.
  • Για άλλο ένα έτος, όμως, αναιμική είναι συνολικά η συμβολή των επενδύσεων που καταγράφεται κυρίως ως μεταβολές στα αποθέματα και όχι επενδύσεις σε πάγια. Συνυπολογίζοντας τους σχετικούς παράγοντες, για το επόμενο έτος, 2018, αναμένεται επιτάχυνση της ανάπτυξης στην περιοχή του 2%, ενδεχομένως και ελαφρά μεγαλύτερη. Βασικός ωθητικός παράγοντας αναμένεται να είναι νέα διεύρυνση των εξαγωγών. Έπονται σε συμβολή στην αναμενόμενη αύξηση του ΑΕΠ, οι επενδύσεις και ακολούθως η κατανάλωση των νοικοκυριών, κυρίως λόγω κάμψης της ανεργίας. Κρίσιμος παράγοντας θα είναι κατά πόσο η αύξηση των επενδύσεων, και δευτερευόντως της κατανάλωσης, θα συμπαρασύρει και αύξηση των εισαγωγών. 
  • Όσο όμως ευπρόσδεκτη είναι η καταγραφή θετικών ρυθμών ανάπτυξης, άλλο τόσο ανησυχητικό είναι ότι αυτοί είναι χαμηλοί και μάλιστα δεδομένης της ευνοϊκής συγκυρίας. Είναι σημαντικό όχι μόνο πώς την τελευταία διετία υπήρξε μακροοικονομικά πλήρης στασιμότητα αλλά και πως ο ρυθμός ανάπτυξης για το τρέχον έτος κυμαίνεται περίπου στο μισό από αυτό που είχε θέσει αρχικά ως στόχο η οικονομική πολιτική μέσω του προϋπολογισμού και του προγράμματος προσαρμογής. Επίσης ιδιαίτερα κρίσιμο είναι πως ο ρυθμός ανάπτυξης στη χώρα υπολείπεται από αυτόν των ευρωπαίων εταίρων, με την απόκλιση των οικονομιών να διευρύνεται αντί να μειώνεται.  Στην ίδια κατεύθυνση σκέψης, είναι αμφίβολο εάν η δομή της οικονομίας έχει αλλάξει επαρκώς ώστε να δικαιολογείται αισιοδοξία για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα δεδομένου και ότι η πρόσβαση σε χρηματοδότηση θα είναι περιορισμένη. Συνολικά, η τρέχουσα ανάπτυξη που καταγράφεται στην τρέχουσα περίοδο, δεν σηματοδοτεί έξοδο από την κρίση και έναρξη ενός ενάρετου κύκλου, παρά μόνο υπό όρους.  
  • Ενώ όμως, δεν διαφαίνεται πως θα υπάρξει πρόβλημα δημοσιονομικά κατά το τρέχον έτος, για το επόμενο οι στόχοι που τίθενται είναι φιλόδοξοι. Ειδικότερα, δεν συνυπολογίζεται πλήρως ότι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και η επιβάρυνση μέσω του ασφαλιστικού συστήματος, που ουσιαστικά επίσης λειτουργεί ως φορολογία, συμπιέζουν τα εισοδήματα και τη φορολογική βάση. Σχετικά, έχουν επίσης αγνοηθεί οι σοβαρές επιπτώσεις που θα έχει στη λειτουργία της οικονομίας η υπερβολική επιβάρυνση όσων κινούνται νόμιμα στο χώρο της εργασίας και του επιχειρείν, σε σύγκριση μάλιστα με όσους κινούνται παράνομα ή στα όρια του συστήματος. Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να εξέλθει από τη βαθιά κρίση χωρίς να καταπολεμηθούν βασικές παθογένειες. Η ασύμμετρη, περισσότερο επιβαρυντική, μεταχείριση όσων ακολουθούν τους κανόνες, σε σχέση με τους υπόλοιπους, ήταν διαχρονικά κύριος παράγοντας για τη συνολικά χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Φορολογικά όσο και ασφαλιστικά, εφαρμόζεται ένα σύστημα που επιβαρύνει υπέρμετρα όσους συμβάλλουν στην οικονομική δραστηριότητα και ταυτόχρονα είναι περίπλοκο και ευμετάβλητο, ώστε λειτουργεί και ως εμπόδιο εισόδου. Ένας εξορθολογισμός του συστήματος κρίνεται λοιπόν ως προτεραιότητα ώστε να επιτευχθούν υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης στο επόμενο διάστημα και, τελικά, να καταστούν επιτεύξιμοι και οι δημοσιονομικοί στόχοι. 
  • Συνολικά, κατά τη διάρκεια της σχεδόν δεκαετούς κρίσης, χάνονται ευκαιρίες ώστε να αναπτυχθεί η οικονομία, ενώ η βελτίωση των δομικών χαρακτηριστικών της επέρχεται μα αργούς ρυθμούς. Κεντρικής σημασίας είναι η δραματική υστέρηση των επενδύσεων, η οποία δεν θα αντιστραφεί εάν δεν υπάρξει ενίσχυση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής. Αν και η διασαφήνιση των όρων χρηματοδότησης της οικονομίας μετά τη λήξη του προγράμματος είναι ασφαλώς σημαντική, τόσο η έξοδος στις διεθνείς χρηματικές αγορές όσο και η διαχείριση του διμερούς χρέους μεσοπρόθεσμα, θα επιτευχθούν με πιο ευνοϊκούς όρους όσο μεγαλύτερη πρόοδος έχει γίνει στη βελτίωση των δομικών χαρακτηριστικών της οικονομίας. Αντίθετα δηλαδή από ό,τι μπορεί να υποστηρίζεται από ορισμένες πλευρές κατά τη διάρκεια της κρίσης, η όποια πρόσβαση σε επιπλέον πόρους για την ομαλή έξοδο από την κρίση θα επιτυγχάνεται με ρυθμούς ευθέως ανάλογους της προόδου που θα υπάρχει στις μεταρρυθμίσεις. 
  • Σχετική προτεραιότητα, εκτός φυσικά από την έγκαιρη και ομαλή ολοκλήρωση της τρέχουσας, τρίτης, αξιολόγησης, αποτελούν η λειτουργία των αγορών προϊόντων (με μείωση εμποδίων εισόδου και διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων) και της δημόσιας διοίκησης. Όσο υπάρχει σχετική καθυστέρηση, η αβεβαιότητα θα εντείνεται και η πρόσβαση σε νέα χρηματοδότηση όπως και η ρύθμιση του χρέους θα γίνεται με δυσμενέστερους όρους. Εκτός από το ότι αυτό θα συνεπάγεται επιπλέον κόστος για τα ήδη πολύ επιβαρυμένα νοικοκυριά, θα σημαίνει πως η ελληνική οικονομία θα γίνεται περισσότερο ευάλωτη σε ενδεχόμενους κινδύνους, πολιτικής ή χρηματοπιστωτικής φύσης, στο διεθνές περιβάλλον. Μόνο αντίθετη πορεία, που σταδιακά θα δημιουργεί ένα ανοικτό σύστημα θα μπορεί να εκμεταλλευτεί τα σημαντικά πλεονεκτήματα που έχει η χώρα, ιδίως στο εξελισσόμενο νέο τεχνολογικό και γεωπολιτικό περιβάλλον.