X

Στουρνάρας: η Ελλάδα μπορεί να γίνει επενδυτικός προορισμός

Έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για το θέμα των πλειστηριασμών. Άσκησε κριτική στις ακολουθούμενες πολιτικές, αλλά εμφανίστηκε και αισιόδοξος για την πορεία της οικονομίας.

Ant1news



Του Νίκου Ρογκάκου

Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, αναφορικά με την διευθέτηση του θέματος των πλειστηριασμών, αφού υποστηρίζει ότι «για να επιταχυνθεί η μείωση του όγκου μη εξυπηρετούμενων δανείων, η νέα πλατφόρμα ηλεκτρονικών πλειστηριασμών θα πρέπει να καταστεί πλήρως λειτουργική το ταχύτερο δυνατόν».

Ο κεντρικός τραπεζίτης στην ομιλία του στο δεύτερο ευρω-αραβικό συνέδριο με θέμα «η ελληνική οικονομία: προοπτικές και κυριότερες προκλήσεις», άσκησε σκληρή κριτική στις ακολουθούμενες πολιτικές, αλλά εμφανίστηκε και αισιόδοξος για την πορεία από εδώ και πέρα της οικονομίας,  λέγοντας ότι «παρά τα λάθη που έγιναν, τις περιστασιακές καθυστερήσεις, ακόμα και τις σοβαρές οπισθοδρομήσεις, η προσαρμογή που πέτυχε η Ελλάδα είναι από τις μεγαλύτερες στα χρονικά. Από την αρχή της κρίσης δημόσιου χρέους το 2010, η Ελλάδα εφάρμοσε ένα τολμηρό πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, εξαλείφοντας πλήρως το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου και βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα».

Ο κ. Στουρνάρας επέμεινε στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης και τόνσιε ότι «μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και τις θετικές επιδράσεις που είχε στην εμπιστοσύνη και τη ρευστότητα, η οικονομική ανάκαμψη συνεχίζεται και ο ρυθμός ανάπτυξης επιταχύνεται. Η εδραίωση της αναπτυξιακής δυναμικής αντικατοπτρίζεται όχι μόνο στα στοιχεία του ΑΕΠ, αλλά και σε μια σειρά από σημαντικούς δείκτες οικονομικής δραστηριότητας όπως η βιομηχανική παραγωγή, οι λιανικές πωλήσεις, οι ροές εξαρτημένης απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, ο όγκος εξαγωγών αγαθών και οι ταξιδιωτικές αφίξεις και εισπράξεις». 

 

Σε ότι αφορά τις τράπεζες είπε ότι «οι βελτιωμένες προοπτικές για την οικονομία ενίσχυσαν το οικονομικό κλίμα, οδήγησαν σε αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων, σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας και σε διαδοχικές μειώσεις της εξάρτησης των τραπεζών από τη χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα: για παράδειγμα, το ανώτατο όριο χρηματοδότησης μέσω του μηχανισμού έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα προς τις ελληνικές τράπεζες (ELA) ανέρχεται σήμερα στα 26,9 δισεκ. ευρώ, από 90 δισεκ. ευρώ τον Ιούλιο του 2015. Επιπλέον, οι αποδόσεις των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου μειώθηκαν στα επίπεδα του τέλους του 2009, γεγονός που επέτρεψε στο Ελληνικό Δημόσιο να επιστρέψει στις διεθνείς αγορές, μετά από μία τριετία, στις 25 Ιουλίου 2017. Εξάλλου, η κλίση της καμπύλης αποδόσεων αυξήθηκε, γεγονός που αποτυπώνει τις βελτιωμένες εκτιμήσεις των επενδυτών για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Οι αποδόσεις των εταιρικών ομολόγων έχουν επίσης μειωθεί σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα. Παράλληλα, οι ελληνικές τράπεζες επέστρεψαν στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές πραγματοποιώντας εκδόσεις καλυμμένων ομολογιών».

Ο Διοικητής βλέπει συνέχιση της ανάπτυξης και προβλέπει «για το σύνολο του 2017, το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά περίπου 1,7%. Για τα έτη 2018 και 2019, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επιταχυνθεί σε 2,4% και 2,7% αντίστοιχα. Οι προβλέψεις αυτές βασίζονται κυρίως στην υπόθεση ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων θα εφαρμοστεί ομαλά και σύμφωνα με το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα».

Όμως ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε και τους κινδύνους λέγοντας ότι «παρά τις θετικές ενδείξεις που καταγράφονται σήμερα και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Βραχυπρόθεσμα, ο σημαντικότερος κίνδυνος είναι η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος, η οποία θα οδηγούσε σε νέο κύκλο αβεβαιότητας. Σε μια τέτοια περίπτωση, η οικονομική ανάκαμψη και η επάνοδος στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές θα αποδειχθούν βραχύβιες. Επιπλέον, υπάρχουν εξωτερικοί κίνδυνοι που συνδέονται με τις εξελίξεις στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές και με γεωπολιτικούς παράγοντες».

 

Κατά τον κεντρικό τραπεζίτης υπάρχουν και ορισμένες μεσοπρόθεσμες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν προκειμένου να ενισχυθούν οι θετικές προοπτικές. Ειδικότερα:

  •  Η σημερινή υψηλή και επίμονη μακροχρόνια ανεργία δημιουργεί ανισότητα, θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, και αυξάνει τον κίνδυνο απαξίωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου, επηρεάζοντας τη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη.
  • Οι τράπεζες εξακολουθούν να βαρύνονται με υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο δεν τους επιτρέπει να παρέχουν επαρκείς πιστώσεις προς τον ιδιωτικό τομέα.
  • Οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο, παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί, και λόγω του ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η ανταγωνιστικότητα μειώθηκε ελαφρά το 2017-2018. Σύμφωνα με αυτό το δείκτη, οι πιο προβληματικοί παράγοντες για την επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα θεωρούνται οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, η αναποτελεσματική γραφειοκρατία, οι φορολογικοί κανόνες, η αστάθεια πολιτικής και η κυβερνητική αστάθεια, η πρόσβαση στη χρηματοδότηση και η διαφθορά.
  • Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ έχει αυξηθεί σε μη βιώσιμα επίπεδα.