X

Καθαρίστρια: Ντρέπομαι, αλλά το έκανα για τα παιδιά μου

Θύελλα αντιδράσεων για την κάθειρξη 10 ετών στην 53χρονη. Ήταν αντιμέτωπη με δις ισόβια, λένε οι δικαστές. Τι δηλώνει η ίδια, μέσα απιο την φυλακή.

Ant1news

Θύελλα αντιδράσεων έχει ξεσπάσει με την απόφασης δικαστηρίου να καταδικάσει σε 10 χρόνια κάθειρξης μια καθαρίστρια, επειδή πλαστογράφησε απολυτήριο Δημοτικού.

Μέσα από τις φυλακές της Θήβας η καθαρίστρια μίλησε για πρώτη φορά για όσα της έχουν συμβεί και την αντίδραση του κόσμου στον «Ταχυδρόμο του Βόλου».

Η 53χρονη γυναίκα τόνισε στην εφημερίδα ότι ό,τι έκανε, το έκανε για τα παιδιά της.

«Ντρέπομαι αλλά ήθελα τα παιδιά μου κοντά μου. Έτρεμε η ψυχή μου μη μεγαλώσουν σε ίδρυμα όπως εγώ», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Έχοντας πλήρη επίγνωση του σάλου που προκάλεσε σε ολόκληρη τη χώρα η προφυλάκισή της, η γυναίκα έσπευσε να ευχαριστήσει όλους εκείνους που στέκονται στο πλευρό της.

Συνάντηση με την 53χρονη καθαρίστρια από τον Βόλο που καταδικάσθηκε σε 10ετή κάθειρξη για την υπόθεση του απολυτηρίου Δημοτικού, είχε πριν από λίγο ο υπουργός Δικαιοσύνης, Μιχάλης Καλογήρου.

Ο υπουργός Δικαιοσύνης πραγματοποιεί επίσκεψη στις γυναικείες φυλακές του Ελαιώνα Θηβών και σύμφωνα με πληροφορίες, ανάμεσα στις κρατούμενες που συνάντησε και συνομίλησε, ήταν και η 53χρονη.

Εν τω μεταξύ, μετά την παρέμβαση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Ξένης Δημητρίου, επισπεύσθηκε η συζήτηση της αίτησης αναστολής εκτέλεσης της ποινής της 53χρονης καθαρίστριας, η οποία βρίσκεται από τις 6 Νοεμβρίου στην φυλακή. Συγκεκριμένα, η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής πρόκειται να συζητηθεί στις 28 Νοεμβρίου, ενώ οι συνήγοροι της παράλληλα κατέθεσαν και αίτηση αναίρεσης της απόφασης του Δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Μάλιστα, η εισαγγελέας έχει ήδη κινήσει τις διαδικασίες για την αναίρεση της.

Για την υπόθεση μίλησε στο Καλημέρα Ελλάδα τόσο ο δικηγόρος της 53χρονης, όσο και η Πρόεδρος Συνδικάτου Εργαζομένων ΟΤΑ Μαγνησίας, Εύη Καρυδάκη.

Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων: Η αναντιστοιχία αδικήματος και ποινής είναι προφανής

Με παρέμβαση του, ο εκπρόσωπος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων ανέφερε ότι οι λειτουργοί της Θέμιδας έχουν ζητήσει αλλαγή του νόμου περί καταχραστών, τονίζοντας ότι η καθαρίστρια "ήταν αντιμέτωπη με δις ισόβια".


Μάλιστα, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε ανακοίνωση της για το θέμα αναφέρει: «Στη δημόσια συζήτηση που άνοιξε με αφορμή την ποινική καταδίκη εργαζόμενης στην καθαριότητα από Εφετείο Κακουργημάτων, σημειώνουμε αρχικά την εκπεφρασμένη θέση μας περί ανάγκης εκλογίκευσης των δρακόντειων ποινών που προβλέπει ο ν. 1608/50 και ορθότερης διάκρισης των αδικημάτων. Η χρήση ενός νόμου που ψηφίστηκε σε εντελώς διαφορετικές ιστορικές συνθήκες ως εργαλείο αντιμετώπισης σύγχρονων ζητημάτων οδηγεί σε αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Η αναντιστοιχία αδικήματος και ποινής στην προκειμένη περίπτωση είναι προφανής. Η σύγχυση που δημιουργείται από δύο διαφορετικές τάσεις που διαμορφώθηκαν στην νομολογία και οδηγούν σε διαφορετική ποινική αντιμετώπιση όμοιων περιπτώσεων μπορεί να αρθεί είτε με νομοθετική παρέμβαση είτε με λύση του νομικού ζητήματος από σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου. Οι κατηγορίες περί αναλγησίας δικαστικών λειτουργών που εξέδωσαν τη συγκεκριμένη ή άλλες όμοιες αποφάσεις είναι τουλάχιστον άδικες και συγκαλύπτουν την πραγματική αιτία του προβλήματος. Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί εκδίδουν πάντα τις αποφάσεις τους μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας.»

Ανακοίνωση του ΔΣΑ για την υπόθεση

Στην ανακοίνωσή ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών κάνει λόγο για «κραυγαλέα αντίθεσης στο κοινό περί δικαίου αίσθημα» και επισημαίνει τα εξής:

«Δεν υπάρχει περιουσιακή βλάβη του Δημοσίου όταν η φερόμενη ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του υπαλλήλου ισοσταθμίζεται από ισάξια αντιπαροχή. Τούτο διότι για όσο χρονικό διάστημα ελάμβανε αντίστοιχες της θέσης της αποδοχές, η υπάλληλος παρείχε τις υπηρεσίες της, ούσα συνεπής στις απορρέουσες από τη θέση αυτή υποχρεώσεις της, δοθέντος μάλιστα ότι η συγκεκριμένη θέση εργασίας δεν απαιτούσε εξειδικευμένη γνώση ή ιδιαίτερες πνευματικές δεξιότητες και επομένως η έλλειψη απολυτηρίου Δημοτικού δεν μπορούσε αντικειμενικά να επηρεάσει την ποιότητα των παρεχόμενων από αυτήν υπηρεσιών.
Άλλωστε, δεν προκύπτει ότι η συγκεκριμένη καθαρίστρια, χωρίς το ως άνω απολυτήριο, είχε υποδεέστερες ικανότητες και δεξιότητες για τη θέση αυτή από κάποιον άλλο που κατείχε τον τίτλο αυτόν.
Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, εάν δεν είχε προσληφθεί η συγκεκριμένη υπάλληλος, το Δημόσιο θα κατέβαλε το ισόποσο σε αποδοχές άλλου υπαλλήλου που θα απασχολείτο στην ίδια θέση.
Διαφορετικό είναι το ζήτημα της πιθανής τέλεσης αδικήματος όχι σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά σε βάρος ενδεχομένως άλλων συνυποψηφίων για την ίδια υπαλληλική θέση, στην οποία διορίστηκε, εν τέλει, η υπάλληλος που έκανε χρήση πλαστού τίτλου, το οποίο όμως δεν αφορά την προκείμενη υπόθεση.
Όταν οι διατάξεις περί καταχραστών Δημοσίου βρίσκουν έδαφος εφαρμογής στο πρόσωπο οικονομικά αδύναμων κατηγορουμένων για πλαστά απολυτήρια Δημοτικού, ενώ δεν τυγχάνουν ανάλογης αντιμετώπισης πρόσωπα με οικονομική ισχύ που κατηγορούνται ότι έχουν καταχραστεί το δημόσιο χρήμα, κλονίζεται η ίδια η αξία της Ελληνικής Δικαιοσύνης και τίθεται εν αμφιβόλω η ισότητα που πρέπει να απολαμβάνουν όσοι οδηγούνται ενώπιόν της.»