X

Στουρνάρας: χωρίς μεταρρυθμίσεις δεν θα έλθει η έξοδος στις αγορές

Ο «δεκάλογος» των συστάσεων της ΤτΕ στην Κυβέρνηση και ο κώδωνας του κινδύνου για το ύψος των επιτοκίων.

Ant1news

Αλλαγή πολιτικής από την λογική των υπερπλεονασμάτων που βλάπτουν την οικονομία, διευθέτηση των κόκκινων δανείων, μείωση της ανεργίας και έξοδο στις αγορές για να βγει πραγματικά η χώρα από την κρίση συνιστά ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, με την Ενδιάμεση Έκθεση για την Νομισματική Πολιτική.

«Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη και την διατηρήσιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές» τονίζει ο Γιάννης Στουρνάρας, στην Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2018, η οποία υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής.

Όπως σημειώνεται, «παρά την επιτυχή ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018 και τα θετικά μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους που αποφασίστηκαν από το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παραμένουν υψηλές και ευμετάβλητες, λόγω των πρόσφατων αναταράξεων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, ιδιαίτερα στην Ιταλία, αλλά και λόγω της ανησυχίας σχετικά με το ενδεχόμενο ανατροπής ήδη συμφωνημένων και νομοθετημένων μέτρων πολιτικής και μεταρρυθμίσεων».

«Το υψηλό κόστος δανεισμού του δημόσιου τομέα διαχέεται και στον εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα, με αποτέλεσμα να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Συνεπώς, η βασική πρόκληση στο άμεσο μέλλον εξακολουθεί να είναι η αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους με βιώσιμους όρους από τις διεθνείς αγορές», αναφέρει η Έκθεση.

 

Όπως υπογραμμίζεται από τον Γιάννη Στουρνάρα, «το υφιστάμενο ταμειακό απόθεμα ασφαλείας επιτρέπει στο Ελληνικό Δημόσιο να μην επιδιώξει άμεση επιστροφή στις διεθνείς αγορές μέσω νέων εκδόσεων ομολόγων. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί λόγο εφησυχασμού. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών το συντομότερο δυνατόν και πολύ πριν περιοριστεί το διαθέσιμο ταμειακό απόθεμα ασφαλείας. Κάτι τέτοιο θα επιτρέψει τη χρήση του υπολειπόμενου ποσού για την εξαγορά χρέους. Επιπλέον, θα επιτρέψει την πρόσβαση του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα και των τραπεζών στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους».

Καταλήγοντας, ο Διοικητής της ΤτΕ επισημαίνει «προς το σκοπό αυτό, λαμβάνοντας υπόψη την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας καθώς και τις σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, θα πρέπει να συνεχιστεί με αποφασιστικότητα η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Μόνο έτσι θα είναι δυνατόν να περιοριστούν οι μελλοντικοί δημοσιονομικοί κίνδυνοι, να μειωθεί η αβεβαιότητα, να επιταχυνθεί η ανάκαμψη της οικονομίας και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Με αυτό τον τρόπο θα διευκολυνθεί η διατηρήσιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων και θα σηματοδοτηθεί η οριστική έξοδος από τη μακρόχρονη κρίση».

   

Κίνδυνοι και αβεβαιότητες

 «Η παρούσα Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική είναι η πρώτη που υποβάλλεται μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018. Η ολοκλήρωση του προγράμματος αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο, με θετικές επιδράσεις στο οικονομικό κλίμα και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, η διατηρήσιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων θα είναι η ασφαλέστερη ένδειξη ότι η οικονομία έχει υπερβεί την κρίση», τονίζεται, ενώ σημειώνεται ότι «οι εκτιμήσεις για τις προοπτικές της οικονομίας περιλαμβάνουν και σημαντικούς κινδύνους και αβεβαιότητες. Σε ό,τι αφορά το εγχώριο περιβάλλον, η υπερβολική φορολόγηση και τυχόν ανάκληση ή καθυστερήσεις στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Σε ό,τι αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, κίνδυνοι μπορεί να προκύψουν από ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας στο πλαίσιο της αύξησης του εμπορικού προστατευτισμού και αναταράξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ιδιαίτερα στην Ιταλία, και στις αγορές συναλλάγματος διεθνώς, καθώς και από μια αποτυχία έγκρισης από το βρετανικό κοινοβούλιο της συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ»

Επαναλαμβάνοντας το «καμπανάκι» για τις δικαστικές αποφάσεις αναφορικά με τις συντάξεις, ο κ. Στουρνάρας αναφέρει ότι «η μη εφαρμογή των θεσμοθετημένων περικοπών στις συντάξεις το 2019, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγούν σε προς τα άνω αναθεώρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, και αποτελούν το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα».

Αφού αναφέρει ότι το τραπεζικό σύστημα έχει ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια και ζητά ταχύτερη μείωση των κόκκινων δανείων, ο Γιάννης Στουρνάρας παραθέτει κι έναν κατάλογο με προκλήσεις για την ελληνική οικονομία και παρεμβάσεις που πρέπει να δρομολογηθούν, ώστε να επιταχυνθεί η ανάπτυξη και η οριστική απομάκρυνση από την οικονομική κρίση:

  1. Μείωση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων
  2. Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, με μείωση της φορολογίας
  3. Υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων
  4. Επιτάχυνση της υλοποίησης των ιδιωτικοποιήσεων
  5. Προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων
  6. Η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης
  7. Ενδυνάμωση του τριγώνου της γνώσης (εκπαίδευση, έρευνα, καινοτομία)
  8. Ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
  9. Διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας
  10. Η υπό διαβούλευση πρόταση για αύξηση των κατώτατων μισθών πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

Ως προς το τελευταίο τονίζει ότι «πρέπει να διασφαλίσει τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της ελληνικής οικονομίας εν γένει. Επίσης, μια αύξηση των κατώτατων μισθών πρέπει να συνοδευθεί από στοχευμένες παρεμβάσεις υπέρ εργαζομένων, επιχειρήσεων και κλάδων που αναμένεται να πληγούν περισσότερο, όπως στοχευμένες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης ή μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, καθώς και από πιο αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς εργασίας, ώστε να περιοριστούν τα περιθώρια κατάχρησης της ευελιξίας που παρέχει το παρόν ρυθμιστικό πλαίσιο και να αποτραπεί η αύξηση της παραοικονομίας».