X

Επίθεση Παπαγγελόπουλου για τις λίστες φοροδιαφυγής

Παρεμβάσεις του Υπ.Δικαιοσύνης και του αν.Υπουργού για Διαφθορά, μετά την ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων και Δικαστικών, λόγω της οποίας παραιτήθηκαν πάνω από τα μισά της μέλη.

Ant1news

Επίθεση κατά των εισαγγελέων Κ.Τζαβέλλα και Δ.Ζημιανίτη, σχετικά με τις ενστάσεις που διατύπωσαν στη νομιμοποίηση των λιστών φοριοδιαφυγής, εξαπέλυσε ο αναπληρωτής Υπουργός κατά της Διαφθοράς, ενώ παρέμβαση για το ζήτημα έκανε και ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Νίκος Παρασκευόπουλος. 

«Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ πως υπάρχει Έλληνας Εισαγγελέας, που θα προτιμούσε να μειώνονται δραστικά μισθοί και συντάξεις και ο ελληνικός λαός να πληρώνει αβάσταχτους φόρους, αντί να πληρώνουν τους φόρους τους οι φοροφυγάδες και τις νόμιμες υποχρεώσεις τους οι διαπλεκόμενοι και οι κλέφτες του δημοσίου χρήματος» σημειώνει ο αναπληρωτής Υπουργός για θέματα διαφθοράς και προσθέτει: «επίσης, αναρωτιέμαι αν η ανακοίνωση, που υπογράφουν οι κκ Τζαβέλας και Ζημιανίτης, αναφέρεται σε συγκεκριμένη υπόθεση και ποια είναι αυτή. Προς το παρόν… αυτά».

Η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, την οποία υπέγραφαν οι Κ.Τζαβέλλας και Δ.Ζημιανίτης είχε πυροδοτήσει έντονη αντιπαραθέσεις στους δικαστικούς κύκλους. Πέντε από τα εννέα μέλη του ΔΣ της Ένωσης παραιτήθηκαν το βράδυ της Δευτέρας, αντιδρώντας, σύμφωνα με πληροφορίες, στην κίνηση του προέδρου της Ένωσης, Κ.Τζαβέλλα και του Γενικού της Γραμματέα Δ.Ζημιανίτη, να εκδώσουν τη συγκεκριμένη ανακοίνωση. Η Ένωση με αυτήν της την ανακοίνωση καταφερόταν κατά της πρόσφατης τροπολογίας του υπουργείου Δικαιοσύνης, που επιτρέπει την αποδεικτική αξιοποίηση από τους οικονομικούς εισαγγελείς, στοιχείων που έχουν συγκεντρωθεί με μη νόμιμο τρόπο, καταγγέλλοντας «εργαλειακή χρησιμοποίηση της Δικαιοσύνης.

Παρασκευόπουλος: Η Ένωση Εισαγγελέων τοποθετεί τη συνταγματική αξία της δικαστικής προστασίας σε δεύτερη μοίρα

Παρέμβαση για το ζήτημα έκανε και ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος μέσω της ανακοίνωσής του ξεκαθαρίζει ότι «ο νόμος 4356/2015 δεν αντιβαίνει το Σύνταγμα, αλλά καλεί τη Δικαιοσύνη να εκτελέσει την αποστολή της ζυγίζοντας ακριβώς τις συνταγματικές αξίες». Ο Νίκος Παρασκευόπουλος επιρρίπτει, επιπλέον, ευθύνες στους Εισαγγελείς, οι οποίοι όπως τονίζει χαρακτηριστικά,  φαίνεται ότι τοποθετούν « τη συνταγματική αξία της δικαστικής προστασίας σε δεύτερη μοίρα».

Η ανακοίνωση του Υπουργού Δικαιοσύνης

Σύμβολο της δικαιοσύνης είναι η ζυγαριά. Οι περισσότερες από τις κρίσεις της, αν όχι όλες, προϋποθέτουν σταθμίσεις συμφερόντων, αγαθών, αξιών. Στο επίκαιρο θέμα πρέπει να σταθμιστούν συνταγματικά κατοχυρωμένες αξίες: από τη μια το απόρρητο και τη προστασία προσωπικών δεδομένων, από την άλλη το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και ακροάσεως που ενέχει και το δικαίωμα του πολίτη να μπορεί να αποδεικνύει το δίκιο του. Ο ποινικός έλεγχος μιας μεγάλης εκτάσεως φοροδιαφυγής προφανώς και βαραίνει ως αίτημα απόδοσης δικαιοσύνης, επειδή εξυπηρετεί τόσο το κοινωνικό όσο και το δημόσιο- δημοσιονομικό συμφέρον και μάλιστα σε μια εποχή όπου τα δημόσια οικονομικά δοκιμάζονται. Θυμίζω ότι οι κατάλογοι στοιχείων (λίστες) αφορούν αφενός χιλιάδες αναφερόμενους πολίτες, αφετέρου το σύνολο των φορολογουμένων πολιτών και το επίπεδο της διαβίωσής τους.

Σε κάθε περίπτωση, ο νόμος 4356/2015 θεσπίζει συγκεκριμένα κριτήρια, που εγγυώνται την οφειλόμενη συνταγματική στάθμιση: κατά το νόμο το αποδεικτικό μέσον για να χρησιμοποιηθεί στη δίκη θα πρέπει να ήταν το μοναδικό, να μην αποκτήθηκε κατά τρόπο προσβλητικό της αξιοπρέπειας, ενώ και το έννομο όφελος από τη χρήση του να είναι αναλογικά υπέρτερο. Ο νόμος 4356/2015 επομένως ούτε αστοχεί, ούτε προκρίνει , ούτε αντιβαίνει στο Σύνταγμα. Καλεί τη δικαιοσύνη να εκτελέσει την αποστολή της ζυγίζοντας ακριβώς τις συνταγματικές αξίες. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι η Ένωση Εισαγγελέων με την ανακοίνωσή της φαίνεται να τοποθετεί τη συνταγματική αξία της δικαστικής προστασίας σε δεύτερη μοίρα. 

 

Η ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων

Με το άρθρο 65 Ν 4356/2015 («Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές κ. ά διατάξεις») –το οποίο, μάλιστα προήλθε από τροπολογία μη υποβληθείσα σε δημόσια διαβούλευση-, εισήχθη παρέκκλιση από την εφαρμογή του άρθρου 177 § 2 ΚΠΔ, ώστε για ορισμένες κατηγορίες κακουργημάτων (αρμοδιότητας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς), εφεξής να επιτρέπεται κατ’ αρχήν η αποδεικτική αξιοποίηση στοιχείων που έχουν συλλεγεί με μη νόμιμο τρόπο.

Με τη διάταξη αυτή, κατ’ ουσίαν επανέρχεται εν μέρει σε ισχύ η διάταξη ως είχε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 10 Ν 3674/2008. Ο νόμος εκείνος επιχείρησε τότε να ευθυγραμμίσει τη διάταξη του άρθρου 177 § 2 ΚΠΔ με τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΕΕ, με αφορμή την εκ νέου τροποποίηση της διάταξης αυτής, εκφράζει τις επιφυλάξεις του, ιδίως διότι :

(α) Η τροποποίηση αφορά και πάλι σε βασική διάταξη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, παρά το γεγονός ότι εκκρεμεί το έργο της ειδικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής αναθεώρησης του ΚΠΔ και παρά το αίτημα που η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος –και άλλοι επιστημονικοί φορείς- έχουν πλειστάκις υποβάλλει, να μην τροποποιούνται τα κείμενα των Κωδίκων με άσχετα νομοθετήματα, χωρίς την απαιτούμενη συστηματική και δογματική επεξεργασία, καθώς οι εφαρμοστές του δικαίου αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις συχνές και ευκαιριακές τροποποιήσεις του νόμου, με συνέπεια να γεννάται σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου.

(β) Η νέα διάταξη δεν είναι εμφανές εάν και πώς συνάδει με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 19 § 3, σύμφωνα με την οποία «απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού (απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας) και των άρθρων 9 (άσυλο κατοικίας) και 9 Α (προστασία προσωπικών δεδομένων)».

(γ) Η νέα διάταξη εισάγει, με τρόπο νομικά μη αποδεκτό, ειδική δικονομική αντιμετώπιση ορισμένων κατηγοριών εγκλημάτων και κατηγορουμένων, ώστε η μεταχείρισή τους,  στο πεδίο της επί ίσοις όροις άσκησης των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων να εγγράφεται ως ελεγχόμενη, όσον αφορά στη συμβατότητά της με βασικές δικαιοκρατικές παραμέτρους, όπως αυτές έχουν παγιωθεί από την εσωτερική νομολογία, αλλά και από εκείνη του ΕΔΔΑ.

(δ) Τέλος, η νέα διάταξη εξυπηρετεί τη διεκπεραίωση εκκρεμούς ποινικής υπόθεσης και, επομένως, υπόκειται ευλόγως σε κριτική ως νομοθετική παρέμβαση ad rem. Συνακόλουθα, δεν αποφεύγει να δημιουργήσει την εντύπωση εργαλειακής χρησιμοποίησης της Δικαιοσύνης για την επίτευξη ορισμένης πολιτικής ή στόχου, που δεν είναι συμβατή με τους κανόνες καλής νομοθέτησης και σεβασμού των διακριτών ρόλων των πολιτειακών λειτουργιών.

Το ΔΣ της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος υπογραμμίζει την προσήλωση της εισαγγελικής αρχής στο στόχο της καταπολέμησης της διαφθοράς, πάντοτε εντός του συνταγματικού πλαισίου.

Απάντηση Προέδρου και Γραμματέα Εισαγγελέων

Σε συνέχεια σχολίου του Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αρμόδιου για τη διαφθορά, κ. Δημητρίου Παπαγγελόπουλου που αναφέρεται στο πρόσωπό μας, δηλώνουμε τα ακόλουθα:

(Α) Ουδέποτε, είτε προσωπικά, είτε μέσω της από 4-1-2016 Ανακοίνωσης του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος δηλώσαμε, άμεσα ή έμμεσα, ότι προκρίνουμε τη δραστική μείωση μισθών και συντάξεων και την επιβάρυνση του ελληνικού λαού με αβάσταχτους φόρους, έναντι της πληρωμής των φόρων εκ μέρους φοροφυγάδων και της εκπλήρωσης των νομίμων υποχρεώσεων εκ μέρους των διαπλεκομένων και των κλεπτών του δημοσίου χρήματος, όπως εσφαλμένα μας αποδίδεται. Αντίθετα, με την επίμαχη Ανακοίνωση δηλώσαμε ρητά την προσήλωσή μας, ως Ελλήνων Εισαγγελέων, στο στόχο της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς –όπως και όλων αδιακρίτως των εγκλημάτων-, πλην όμως πάντοτε εντός των πλαισίων και ορισμών του Συντάγματος και με όρους που προϋποθέτουν νομοτεχνική και δογματική συνέπεια.

(Β) Η από 4-1-2016 Ανακοίνωση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος –η οποία υπογράφεται από εμάς, υπό τις ιδιότητές μας ως προέδρου και Γενικού Γραμματέα του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, αντίστοιχα, σύμφωνα με το άρθρο 17 του Καταστατικού της και, επομένως, όχι προσωπικά- αναφέρεται σε όλες τις εκκρεμείς και υπό διερεύνηση υποθέσεις φοροδιαφυγής ή διαφθοράς, στις οποίες θα μπορούσε να γίνει χρήση μη νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις του άρθρου 65 Ν 4356/2015.

        Ο Πρόεδρος                                                                                               Ο Γεν. Γραμματέας

   Κωνσταντίνος Τζαβέλλας                                                                           Δημήτριος Ζημιανίτης

Αντεισαγγελέας Εφετών                                                                                  Αντεισαγγελέας Εφετών