X

“Βόμβες” από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής για την οικονομία

Κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο της β’ αξιολόγησης, ενώ κάνει λόγο ακόμα για 4ο μνημόνιο.

Ant1news

"Το 2016 δεν ήταν εύκολο έτος για την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική. Ούτε θα είναι εύκολο το 2017 καθώς μάλιστα άρχισε με νέες καθυστερήσεις στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής (τρίτου Μνημονίου) και στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης", αναφέρει στην τριμηνιαία έκθεσή του το γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, μια ημέρα μετά την άκαρπη συνεδρίαση του Eurogroup στις Βρυξέλλες.

Τονίζει ότι «η κυβέρνηση έκανε λόγο για έναν «έντιμο συμβιβασμό» κυρίως με τους εταίρους στην ΕΕ. Ο όρος υπέκρυπτε τεράστιες διαφορές απόψεων μεταξύ της κυβέρνησης και των θεσμών αλλά και μεταξύ των θεσμών (ΔΝΤ, Ευρωομάδα).» και σημειώνει ότι «ο πρωθυπουργός είχε εξαγγείλει τον Οκτώβριο 2016 ταχεία ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης εντός τριών εβδομάδων, πράγμα που έστελνε ένα μήνυμα αισιοδοξίας σε μισθωτούς και επιχειρηματικό κόσμο. Κατά την εκτίμησή μας ο στόχος αυτός να ολοκληρωθεί ταχέως η δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου Μνημονίου (=προγράμματος προσαρμογής) ήταν ξεκάθαρος και ορθός, αλλά δεν επιτεύχθηκε».

Επισημαίνεται, ακόμα, ότι «οι σχέσεις με τους εταίρους επιδεινώθηκαν με αποτέλεσμα να φύγουν τα τεχνικά κλιμάκια από την Ελλάδα και να παραταθεί ο χρόνος για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, προφανώς όχι μόνο με ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης εφόσον κυριάρχησε η διαμάχη ΔΝΤ με την Ε.Ε. για το χρέος και τα πρωτογενή πλεονάσματα».

«Υπάρχει ακόμα καιρός για το κλείσιμο της αξιολόγησης (που θα έπρεπε πάντως να είχε συμβεί τις πρώτες εβδομάδες του Δεκεμβρίου)», σημειώνεται στην έκθεση, στην οποία αναφέρεται πως «αν τελικά επιτευχθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα (το αργότερο εντός Φεβρουαρίου), θα δώσει την δυνατότητα στην Ελλάδα να ενταχθεί ήδη στο πρώτο τρίμηνο του 2017 (πιθανότατα τον Μάρτιο) στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης». «Με δυο λόγια, αν το Μνημόνιο εφαρμοσθεί ως το τέλος η χώρα έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από τα σημερινά αδιέξοδα».

Στην έκθεση σημειώνεται ακόμα ότι «το οικονομικό κόστος των καθυστερήσεων και αναβολών στις διαδικασίες αξιολόγησης, δηλαδή μιας τελικής συμφωνίας για το πρόγραμμα προσαρμογής, μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερο για την Ελλάδα από το πιθανό όφελος, το οποίο επιπλέον θα αποδειχθεί προσωρινό.Αυτό σημαίνει πιθανόν ότι ο πολιτικός χρόνος για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης θα είναι σαφώς πιο περιορισμένος σε σχέση με τον πολιτικό χρόνο των προηγούμενων δύο αξιολογήσεων.»

Σύμφωνα με την έκθεση του γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής «προφανώς, ένα νέο αίτημα το 2018 για δάνειο από τον EΜΣ θα συνοδευθεί σύμφωνα με τους κανόνες του από ένα νέο, το τέταρτο Μνημόνιο (πρόγραμμα προσαρμογής).Αλλά οι δυσκολίες έγκρισης ενός νέου προγράμματος από τους εταίρους που θα βρίσκονται υπό σημαντικές πολιτικές πιέσεις καθιστά επίφοβους τους όρους που θα το συνοδεύουν.

«Αν δεν υπάρξει συμφωνία με τον ΕΜΣ (που σημειωτέον είναι διακυβερνητικό όργανο και όχι όργανο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) ή χρηματοδότηση μέσω εξόδου στις αγορές, τότε η πτώχευση θα είναι αναπόφευκτη με πιθανότατη συνέπεια την έξοδο από το Ευρώ» τονίζεται.

Παράλληλα, επισημαίνεται ότι «οι συνεχείς μεταβολές στη φορολογία πρέπει να σταματήσουν καθώς προκαλούν αβεβαιότητες και δεν επιτρέπουν σε άτομα, ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρηματίες να προγραμματίσουν σε βάθος χρόνου. Αποτρέπουν σοβαρούς επενδυτές και δίνουν κίνητρα για φοροδιαφυγή, την οποία η κυβέρνηση επιχειρεί μα άλλα μέτρα (ηλεκτρονικές συναλλαγές κλπ) να περιορίσει».

Για το ασφαλιστικό μας σύστημα, τονίζεται πως δεν είναι βιώσιμο. «Αυτή είναι μια σκληρή αλήθεια. Σήμερα απορροφά 11% του ΑΕΠ ενώ στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες κατά μέσον όρο 2,25% του ΑΕΠ.28 Το ποσοστό αναμένεται να μειωθεί οριακά μόνον τα επόμενα χρόνια. Το ασφαλιστικό σύστημα πιέζεται από τη δημογραφική γήρανση και την υψηλή ανεργία. Επομένως θα πρέπει να εξετασθεί σοβαρά πώς θα γίνει βιώσιμ».

Για τα μέτρα ελάφρυνσης αναφέρεται πως «αν και προβάλλονται ως βραχυπρόθεσμα, στην ουσία έχουν ιδιαίτερα μακροπρόθεσμο χαρακτήρα και δεν προσφέρουν την αναγκαία άμεση «πνοή» στην ελληνική οικονομία. Για ακόμα μία φορά, το ζήτημα του ελληνικού χρέους μετατίθεται από τους δανειστές σε μελλοντικό χρόνο, όταν πιθανώς οι εσωτερικές τους πολιτικές εξελίξεις να είναι περισσότερο πρόσφορες για αυτούς, ενώ την ίδια στιγμή η ελληνική οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη. Από την άλλη πλευρά, ακόμα και οι θετικές εκτιμήσεις που γίνονται στη βάση των παρεμβάσεων μπορούν να ανατραπούν ακριβώς λόγω του μακρύ χρονικού ορίζοντα καθώς και της αβεβαιότητας. Και ακριβώς αυτή η αβεβαιότητα – σε συνδυασμό με τον περιορισμένο αντίκτυπο των παρεμβάσεων - εκφράζεται στα πιθανά σενάρια του ESM για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους».