X

Πόρισμα ΣΥΡΙΖΑ για αρθροσκοπήσεις: να διερευνηθούν περαιτέρω οι ευθύνες Βορίδη και Σαλμά

Για «τυπικό δείγμα της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος», κάνουν λόγο οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στο πόρισμα τους. Η απάντηση του ΙΣΑ.

Ant1news

Περαιτέρω διερεύνηση από την Δικαιοσύνη ευθυνών των πρώην υπουργών Μάκη Βορίδη και Μάριου Σαλμά για την υπόθεση των διαγνωστικών αρθροσκοπήσεων, προτείνουν στο πόρισμά τους που δίνεται σήμερα στη δημοσιότητα οι βουλευτές του  ΣΥΡΙΖΑ. Στο πόρισμα γίνεται λόγος «τυπικό δείγμα της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος» και ζητούν το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών των εταιρειών που έκανα τις  αρθροσκοπήσεις  και επιστροφή στο κράτος  δια της διαδικαστικής οδού των χρημάτων που ξοδεύτηκαν.

Αναφορά υπάρχει και στον πρώην πρόεδρο του ΚΕΣΥ και πρώην βουλευτής της ΝΔ Παναγιώτη Σκανδαλάκη, τον πρώην Πρόεδρο του ΕΟΠΥΥ Δημήτρη Κοντό και τον πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών.

«Υπάρχουν «σοβαρές υπόνοιες μεθόδευσης και συμπαιγνίας με αποτέλεσμα το δημόσιο να βρεθεί ζημιωμένο», αναφέρουν στο 113 σελίδων πόρισμά τους οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και σημειώνουν πως «χρήζει περαιτέρω έρευνας ο τρόπος κοστολόγησης της διαγνωστικής αρθροπάθειας».

Ειδικότερα, ζητούν «να εξειδικευθούν οι ευθύνες των επικεφαλής των εισηγητικών οργάνων, του εκδώσαντος την υπουργική απόφαση τότε υπουργού Υγείας κ. Βορίδη για την εισαγωγή της κατάφωρα εσφαλμένης ρύθμισης, παρά την αντίθεση δύο διευθύνσεων του Υπουργείου σχετικά με το αποζημιούμενο ποσόν, του κ. Μάριου Σαλμά για τις ενέργειες επιχειρηματικής εκμετάλλευσης μιας καταφανώς λαθεμένης και επιζήμιας για το δημόσιο συμφέρον κοστολόγησης, καθώς και κάθε τρίτου αναγκαίως συμπράξαντος».  

 

Αναφορικά με τον πρώην υπουργό Υγείας Μάκη Βορίδη, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρουν πως «ελέγχεται πρωτίστως για τον πλημμελή έως ανύπαρκτο έλεγχο της απόφασης του ΚΕΣΥ, την παράκαμψη και αγνόηση των αντιρρήσεων που του εξέφρασαν οι Διευθύνσεις του Υπουργείου Υγείας, την εν γένει έλλειψη διάθεσης περαιτέρω διερεύνησης του θέματος ώστε να προστατευθούν το δημόσιο σύστημα υγείας και τα δημόσια οικονομικά, καθώς και η άγνοια ή υποβάθμιση κρίσιμων θεμάτων, όπως της διαφοράς των ιατρικών πράξεων από τα ΚΕΝ».

Για τον Μάριο Σαλμά, ο οποίος την επίμαχη περίοδο δεν ήταν υπουργός και δεν υπάρχει υπογραφή του στην συγκεκριμένη υπόθεση, ο ΣΥΡΙΖΑ στο πόρισμά του, του καταλογίζει αντιδεοντολογική συμπεριφορά, ενώ μιλά για βάσιμες υποψίες ενεργούς εμπλοκής του στην όλη διαδικασία κοστολόγησης της διαγνωστικής αρθροσκόπησης.

«Ο κ. Σαλμάς, αν και δεν ασκούσε δημόσια εξουσία κατά την επίμαχη περίοδο, ελέγχεται για μια προφανώς αντιδεοντολογική συμπεριφορά με σκοπό την προώθηση της μεθόδου της διαγνωστικής αρθροσκόπησης, ενώ η εν γένει δράση του φανερώνει όχι μόνο αδιαφορία για το γεγονός ότι εκμεταλλεύθηκε με σκοπό το οικονομικό όφελος μια καταφανώς υπερκοστολογημένη ιατρική πράξη, κάνοντας μάλιστα κατάχρηση στην εφαρμογή της, αλλά γεννά και βάσιμες υποψίες ενεργούς εμπλοκής του στην όλη διαδικασία κοστολόγησης της διαγνωστικής αρθροσκόπησης, εκμεταλλευόμενος κυρίως την κοινή κομματική ιδιότητα με τους επικεφαλής των γνωμοδοτικών φορέων (ΚΕΣΥ,ΙΣΑ κλπ) , τη πολύχρονη βουλευτική του ιδιότητα, αλλά και την προγενέστερη παρουσία του ως Αναπληρωτής Υπουργός στο Υπουργείο Υγείας.

 

Εν κατακλείδι και προεχόντως σημειώνεται η τεράστια ηθική απαξία της συμπεριφοράς του τέως υπουργού κ. Μάριου Σαλμά και σημειώνεται ότι με παρόμοιες πράξεις και παραλείψεις που σκοπό έχουν την προσπόριση αθέμιτου ή, πάντως, μη δικαιολογημένου οικονομικού οφέλους υποβαθμίζεται έως καταρρακώσεως το κύρος που οφείλει να διαθέτει ένα μέλος του ελληνικού Κοινοβουλίου», σημειώνουν.   

Σε ότι αφορά στον πρώην Πρόεδρο του ΚΕΣΥ Παναγιώτη Σκανδαλάκη, αναφέρουν πως «η εξέταση της υπόθεσης δημιουργεί ισχυρότατη εντύπωση ενός κρίσιμου ρόλου του όχι μόνο στη διαμόρφωση ενός σαθρού και σκόπιμα ασαφούς σκεπτικού που δημιούργησε μια επιστημονικά ανυπόστατη σύγχυση μεταξύ διαγνωστικής και επεμβατικής αρθροσκόπησης και, δι’ αυτού, στην κατάφωρη υπερκοστολόγηση της πράξης, αλλά και στην διατήρηση αυτών των στρεβλώσεων ως τη λήξη της θητείας του».

Για τον κ. Κοντό αναφέρουν πως «ελέγχεται πρωτίστως για τη σύναψη σύμβασης με ένα ιατρείο («Αρθροσκόπηση-Υπερηχοτομογραφία») το οποίο δεν ενέπιπτε στις νόμιμες προδιαγραφές των «ιδιωτικών διαγνωστικών εργαστηρίων», αγνοώντας επιπροσθέτως όχι μόνο τις αντιρρήσεις του ίδιου του Οργανισμού στον οποίο προΐστατο, αλλά και την εν γένει αλληλογραφία των υπηρεσιών που ήδη έθετε εν αμφιβόλω της αποζημίωση μιας ιατρικής πράξης βάσει ΚΕΝ».

«Ο ρόλος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (ΙΣΑ) στην υπόθεση της διαγνωστικής αρθροσκόπησης σχετίζεται κυρίως με τη δικαιοδοσία του, μεταξύ άλλων, να αδειοδοτεί τη λειτουργία και συστέγαση ιατρείων και να εγκρίνει το καταστατικό (και τη μετατροπή αυτού) των εγγεγραμμένων ως ιατρικών εταιρειών», είναι η αναφορά που γίνεται αναφορικά με τον κ. Πατούλη.  

Στο πόρισμα της πλειοψηφίας γίνεται λόγος «σαθρό περιεχόμενο της απόφασης κοστολόγησης και για  συνοδευτικές διαδικαστικές παρατυπίες  στην αδειοδότηση του ιατρικού φορέα όπου διενεργούνταν οι εξετάσεις και στη σύμβασή του με τον ΕΟΠΥΥ», υποστηρίζοντας πως κατά την άποψη της αυτά δημιουργούν σοβαρές υπόνοιες μεθόδευσης και συμπαιγνίας με αποτέλεσμα το δημοσιο να βρεθεί ζημιωμένο.

«Ενώ υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας και του ΕΟΠΥΥ διατυπώνουν εγγράφως σειρά ερωτημάτων, ενστάσεων ή και αντίθετων γνωμών στην επιχειρούμενη αποζημίωση της διαγνωστικής αρθροσκόπησης με 1.500 ευρώ, η ηγεσία των ανωτέρω φορέων, καθώς και του ΚΕΣΥ, με κορυφαίο τον τότε Υπουργό κ. Βορίδη που επέμεινε αγνοώντας τις αντιρρήσεις και προβαίνοντας σε σειρά παραλείψεων και παρατυπιών προσδιόρισαν το κόστος της εν λόγω μεθόδου στο αστρονομικό αυτό ύψος», αναφέρουν.

Καταλήγουν δε, ότι η συγκεκριμένη υπόθεση αποτελεί ένα τυπικό δείγμα διασπάθισης χρήματος η οποία συνετέλεσε μαζί με άλλες στην δημιουργία εκρηκτικών ελλειμμάτων σε πολλούς τομείς της εθνικής οικονομίας και οδήγησαν την Ελλάδα στην υπερχρέωση της.

Με αφορμή τα πορίσματα στην Εξεταστική Επιτροπή για την Υγεία, ο Νίκος Καραθανασόπουλοςμέλος της ΚΕ και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος, μιλώντας στον ρ/σ «24/7», υπογράμμισε πως θα πρέπει να αποδίδονται ευθύνες όπου υπάρχουν, όμως αυτή η συζήτηση δεν πρέπει να συγκαλύψει το βασικό ζήτημα που είναι ότι η Υγεία «εμπορευματοποιείται όλο και περισσότερο και αυτό αποτελεί το φυτώριο των σκανδάλων».

ΙΣΑ: εφαρμόσαμε επακριβώς τις αποφάσεις του Υπουργείου υγείας

O Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών με αφορμή δημοσίευμα που αναφέρεται σε πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής που αφορά το θέμα της  αδειοδότησης εργαστηρίου αρθοσκόπησης, διευκρινίζει ότι το Δ.Σ του ΙΣΑ, ως όφειλε να πράξει, εφάρμοσε σε κάθε στάδιο, επακριβώς τις αποφάσεις του Υπουργείου Υγείας, οι οποίες προερχόμενες από την προϊσταμένη αρχή ήταν δεσμευτικές. 

Ειδικότερα το Δ.Σ του ΙΣΑ, ενήργησε σύμφωνα, με την Υπουργική Απόφαση που αποδέχθηκε την απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας, τον Δεκέμβριο του 2014 (πατήστε εδώ για το έγγραφο) και κατόπιν σχετικής γνωμοδότησης  της Νομικής του υπηρεσίας. Στη συνέχεια ο ΙΣΑ επανήλθε στο θέμα και ζήτησε την ανάκληση της αρχικής άδειας του φορέα ως εργαστηρίου και την τροποποίησή της, σύμφωνα με τις υποδείξεις της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Υγείας.

Μάλιστα υπάρχει η σχετική αλληλογραφία των υπηρεσιών του ΙΣΑ, με το Υπουργείο Υγείας, με βάση την οποία ο ΙΣΑ, αποφασίζει την ανάκληση της προηγούμενης άδειας και την τροποποίησή της σε άλλη μορφή λειτουργίας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.  Ωστόσο, ο τότε Υπουργός Υγείας Παναγιώτης Κουρουμπλής, με έγγραφό του, στις 11 Αυγούστου 2015 (πατήστε εδώ για το έγγραφο) ζήτησε από τον ΙΣΑ να διακόψει τις ενέργειες για την ανάκληση της άδειας και να αναμείνει  σχετική νομοθετική ρύθμιση.

 

Ο μετέπειτα Υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός, σχεδόν τρείς μήνες μετά, ανακάλεσε την απόφαση του προκατόχου του και ο ΙΣΑ πλέον σύμφωνα με την νέα αυτή απόφαση, ζήτησε άμεσα την τροποποίηση της άδειας,  διαδικασία που είχε  ήδη  δρομολογήσει πριν από την παρέμβαση του  Π. Κουρουμπλή. Σημειώνεται ότι ο ΙΣΑ δεν έχει καμία σχέση με την κοστολόγηση της σχετικής ιατρικής πράξης και τη σύμβαση με τον ΕΟΠΥΥ, ενήργησε δε σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, σύμφωνα με την άποψη του Υπουργείου Υγείας.

Εξάλλου η φύση του φορέα ως ιδιωτικού διαγνωστικού εργαστηρίου, που ήταν η αρχική μορφή του ή ως πολυϊατρείου, όπως τελικά τροποποιήθηκε, δεν επηρέαζε καθόλου την πορεία των πραγμάτων όσον αφορά στη δυνατότητα σύναψης σύμβασης με τον ΕΟΠΥΥ, η οποία σημειωτέων παρέμεινε ως είχε έως τον Ιούνιο του 2016, με ευθύνη του Υπουργείου Υγείας.