X

Nα μας ελαφρύνουν το χρέος

Καθώς ξεκινά η δεύτερη αξιολόγηση, είναι χρέος των δανειστών να ξεκαθαρίσουν το τοπίο στο θέμα του πλεονάσματος μετά το 2019 και του χρέους, ώστε να είναι το ελληνικό πρόγραμμα εφικτό και αποτελεσματικό.

Ant1news

Με δεδομένη την απροθυμία των εταίρων να προχωρήσουν σε μια –πολιτικά τοξική- γενναιόδωρη απομείωση του χρέους με κούρεμα, που δεν θα μπορούσε να εγκριθεί από τα περισσότερα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια, πρέπει να αναζητηθούν τρόποι μέσω επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων να κάνουν ελαφρύτερο τον ογκόλιθο του χρέους που σηκώνει ο Άτλαντας Έλληνας φορολογούμενος.

Ένα από τα προβλήματα του χρέους των 320 δισ. ευρώ είναι το κυμαινόμενο επιτόκιο τουλάχιστον στα 220 δισ. που σημαίνει ότι μπορεί όχι μόνο να μην απομειωθεί, αλλά αντίθετα να αυξηθεί κι άλλο όταν ο πληθωρισμός στην Ευρώπη θα πλησιάσει προς το 2% που είναι και ο ομολογημένος στόχος της ΕΚΤ.

Με δεδομένο ότι χωρίς περαιτέρω επιμήκυνση θα πληρώνουμε το συγκεκριμένο χρέος μέχρι το 2059, είναι προς το συμφέρον της χώρας μας να ορίσει τώρα σταθερό χαμηλό επιτόκιο για όλη την περίοδο αποπληρωμής. Το κόστος των τόκων με τα σημερινά επιτόκια υπολογίζεται ότι θα αφαιρεί κάθε χρόνο μέχρι το 2059 1,67% του ΑΕΠ, που σήμερα είναι 176 δις. Με άλλα λόγια περίπου 4,6 δισ. κατά μέσο όρο τον χρόνο θα πηγαίνουν μόνο για τόκους, συνυπολογίζοντας βέβαια και την αναμενόμενη αύξηση του ΑΕΠ. Όπως είναι μέχρι σήμερα διαρθρωμένο το χρέος, ως δυσβάστακτη χρονιά θεωρείται το 2022 με καταβολές 18,3 δισ. ευρώ.

Δυστυχώς οι δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει κι έχουν επικυρωθεί και από το Γιούρογκρουπ, μεταθέτουν για το 2018 τη συζήτηση για το χρέος, όσο κι αν θέλουμε μέχρι το τέλος του χρόνου να έχει λυθεί το ζήτημα. Και μάλιστα έχουν ως όρο την πλήρη εφαρμογή των προβλέψεων του τρίτου μνημονίου.

Για τη βιωσιμότητα του χρέους υπάρχουν πολλοί τρόποι υπολογισμού κι οι διαφορές μεταξύ τους βρίσκονται στη βάση της διένεξης της Γερμανίας με το ΔΝΤ. Το οικονομικό επιτελείο του Βόλφγκαγκ Σόιμπλε θεωρεί ότι δεν είναι βιώσιμο το χρέος όταν μια χώρα αναγκάζεται να πληρώνει πάνω από το 15% του ΑΕΠ της για τοκοχρεολύσια. Αυτό σημαίνει ότι θα θεωρείται βιώσιμο το χρέος μας με τοκοχρεολύσια από 40 δισ. το χρόνο και κάτω (26,4 δισ. σε σημερινές τιμές). Οι αριθμοί αυτοί είναι υπερβολικοί και σίγουρα θα απαιτήσουν τεράστιες θυσίες. Το ΔΝΤ κάνει πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς, αλλά πιέζει για άλλες μεταρρυθμίσεις.

Η επιμονή της κυβέρνησης για να ολοκληρωθεί τάχιστα η δεύτερη αξιολόγηση και να δοθεί λύση στη βιωσιμότητα του χρέους μέχρι το τέλος της χρονιάς αποβλέπει και στην ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Η ΕΚΤ θέτει ως όρο τη βιωσιμότητα του χρέους για να ανοίξει τους κρουνούς της ποσοτικής χαλάρωσης. Αυτό βέβαια που πρέπει να αντιληφθούν οι κρατούντες είναι ότι πρόκειται και πάλι για νέο χρέος, γιατί ο Ντράγκι δεν χαρίζει, δανείζει. Επομένως στην ουσία θα πρέπει να είμαστε πολύ φειδωλοί στο πώς και πόσο θα χρησιμοποιήσουμε την ποσοτική χαλάρωση (QE). Μπορεί ωστόσο και από μόνη της να αποτελέσει εργαλείο ελάφρυνσης του χρέους αν χρησιμοποιηθεί με σοφία και καλούς υπολογισμούς.

Παρότι και τα υψηλά πλεονάσματα που προβλέπει το πρόγραμμα είναι αμφίβολο αν επαρκούν για την πλήρη αποπληρωμή του χρέους, είναι σίγουρο ότι σε αυτό το επίπεδο δεν είναι βιώσιμα για μακρές χρονικές περιόδους. Επομένως θα πρέπει να περιορισθούν.

Τρία είναι λοιπόν τα καυτά μέτωπα: Δεύτερη αξιολόγηση, ύψος μελλοντικών πλεονασμάτων και ρύθμιση του χρέους. Τα δύσκολα προβλήματα χρειάζονται θετική πολιτική ατμόσφαιρα. Όμως, καθώς το κλίμα στην Ευρώπη δεν είναι ευνοϊκό, εν αναμονή των εκλογών σε Γερμανία και Γαλλία, η κυβέρνηση θα πρέπει να δημιουργήσει τις ευνοϊκές αυτές προϋποθέσεις.