X

ΔΝΤ: “Εξαιρετικά μη βιώσιμο” το ελληνικό χρέος

"Καμπανάκι" λόγω κόκκινων δανείων για τις τράπεζες. "Συντηρητικές εκτιμήσεις" και "αρνητισμό" καταλογίζει η Αθήνα στα στελέχη του Ταμείου.

Ant1news

Ο χαρακτηρισμός «εξαιρετικά μη βιώσιμο» για το ελληνικό χρέος περιλαμβάνεται και στην νέα έκθεση βιωσιμότητας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, κάτι προκάλεσε την αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης, μέσω επιστολής του αντιπροσώπου της χώρας στο Ταμείο,  Μιχάλη Ψαλιδόπουλου προς το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ που συνεδρίασε χθες για να εγκρίνει την νέα δανειακή σύμβαση με την Ελλάδα.

Στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους καταγράφεται  ότι το ελληνικό χρέος είναι εξαιρετικά μη βιώσιμο στο βασικό σενάριο του ΔΝΤ. Σύμφωνα με τους συντάκτες της ανάλυσης, το χρέος θα μειωθεί στο 160% του ΑΕΠ μέχρι το 2022. Οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης θα υπερβαίνουν το όριο του 15% του ΑΕΠ μέχρι το 2028 και το 20% μέχρι το 2033, φτάνοντας στο 45% έως το 2060. Οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ προβλέπουν ότι το χρέος θα μειωθεί σταδιακά σε περίπου 150% ως το 2030 και ότι θα αυξάνεται στη συνέχεια, φθάνοντας το 195% περίπου του ΑΕΠ έως το 2060.

Ο αντιπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ, Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, στην επιστολή του αναφέρει για το χρέος ότι «οι ελληνικές αρχές σημειώνουν ότι οι επικαιροποιημένες εκτιμήσεις βιωσιμότητας του ΔΝΤ παραμένουν συντηρητικές και πιο κοντά σε ένα αρνητικό σενάριο. «Οι ελληνικές αρχές πιστεύουν ότι η ανάλυση δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις επιπτώσεις των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για άλλες επενδυτικές πρωτοβουλίες, τα μελλοντικά επιτόκια της αγοράς και τα συμφωνημένα δημοσιονομικά πλεονάσματα». Προσθέτει ότι με βάση τη συμφωνία του Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017 και με στόχο να παρασχεθεί πρόσθετη σαφήνεια σχετικά με το χρέος και την βιωσιμότητά του, οι ελληνικές αρχές προσβλέπουν σε ένα μηχανισμό που θα συνδέει την ελάφρυνση του χρέους με μέτρα για την ανάπτυξη, συνοδευόμενο από πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους την οποία θα αναλάβει η ΕΕ, αν κριθεί αυτό αναγκαίο, μετά από μία επικαιροποιημένη έκθεση βιωσιμότητας.

Η έκθεση του ΔΝΤ για το χρέος

Σχετικά με τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην έκθεση αποτίμησής του (Staff Report) καταγράφει:

  • ότι η ανάπτυξη θα σταθεροποιηθεί στο 1% σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, λόγω κυρίως της γήρανσης του πληθυσμού.
  • τα πρωτογενή πλεονάσματα, μετά το 2022, θα πρέπει να επιτραπεί να μειωθούν στο 1,5% του ΑΕΠ, ώστε να δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος και να στηριχθεί ένα κοινωνικό δίκτυ προστασίας, οι δημόσιες επενδύσεις και να μειωθούν οι φόροι.
  • οι θεσμοί της ΕΕ αναμένουν πιο φιλόδοξα μακροπρόθεσμα πρωτογενή πλεονάσματα και αυτό το θέμα μένει να λυθεί στο πλαίσιο των συζητήσεων για το χρέος.
  • μία στρατηγική μείωσης του χρέους, η οποία βασίζεται στην διατήρηση πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων ή πολύ ισχυρής ανάπτυξης για μεγάλες περιόδους δεν είναι αξιόπιστη, ακόμα και με πλήρη εφαρμογή των σχεδιαζόμενων πολιτικών. 
  • περαιτέρω συζητήσεις είναι αναγκαίες για μία στρατηγική η οποία θα βασίζεται σε ρεαλιστικές παραδοχές και με τον κοινό στόχο μιας ελάφρυνση του χρέους ώστε να ανακτήσει τη βιωσιμότητα του.

Νέο «μαξιλάρι ασφαλείας» για τις τράπεζες

Για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα το Ταμείο επαναλαμβάνει τις εκτιμήσεις του περασμένου Φεβρουαρίου «κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου» ξανά για τα κόκκινα δάνεια. Εκτιμά ότι απαιτείται ένα αποθεματικό ύψους περίπου 10 δισεκατομμυρίων ευρώ (5,5% του ΑΕΠ) για να καλύψει «ενδεχόμενες πρόσθετες ανάγκες τραπεζικής στήριξης», σημειώνοντας μάλιστα ότι «το  ποσό αυτό μπορεί να μην

Στα κείμενα  του τρίτου μνημονίου που δόθηκαν στην δημοσιότητα από το ΔΝΤ, μαζί με την έκθεση για το χρέος, δεν αναφέρεται συγκεκριμένος χρονικός ορίζοντας στην προθεσμία για να ληφθούν οι αποφάσεις αναφορικά με τις παρεμβάσεις στο χρέος (σημ: παρόμοια  προγράμματά του ήταν ακόμη και 30 ημέρες).

Το ΔΝΤ  διατυπώνει την εξήγηση ότι η  περίπτωση της Ελλάδος είναι τέτοια που δεν πρέπει να υπάρξει συγκεκριμένη προθεσμία πέραν της όποιας αυτή η «επί της αρχής συμφωνία» για δανεισμό θα ανακληθεί αν δεν υπάρχει απόφαση για το χρέος, ώστε «να μην δημιουργηθούν προσδοκίες οι οποίες αν δεν ικανοποιηθούν θα οδηγήσουν σε προβλήματα στις αγορές».

Η επιτήρηση του προγράμματος, θα γίνεται με εξάμηνους ελέγχους, εκ των οποίων ο πρώτος μετά τις 15 Φεβρουαρίου 2018 και ο δεύτερος περί τις 15 Αυγούστου 2018.