X

Παιδεία: Τα μεγάλα λάθη, τα ασυγχώρητα….

*Ο Μιχάλης Γκλεζάκος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά.

Ant1news

Ας αρχίσουμε από τα αυτονόητα. Το σωστό εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσφέρει δύο πολύ σημαντικά αγαθά: Γνώση και μόρφωση (ηθική, ψυχική, πολιτιστική). Έτσι, θα μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία μιας δίκαιης και παραγωγικής κοινωνίας, που με τη σειρά της θα θέλει και θα μπορεί να στηρίξει τη δημοκρατική λειτουργία της χώρας και την εθνική ανεξαρτησία της.

Να διευκρινίσω επίσης ότι η προσφερόμενη γνώση θα πρέπει να επικαιροποιείται διαρκώς και να είναι προσαρμοσμένη στον τρόπο εφαρμογής της (όταν παρέχεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί στην παραγωγική διαδικασία). Ακόμη, ότι οι συνθήκες της εκπαιδευτικής διαδικασίας πρέπει να παρακινούν τους εκπαιδευόμενους να καταβάλλουν την απαραίτητη προσπάθεια και να αποκτούν την αναγκαία επάρκεια στο αντικείμενο των σπουδών τους.

Προφανώς δεν χρειάζεται να αναρωτηθούμε αν το δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα είναι κοντά σε ένα τέτοιο πρότυπο σύστημα. Με εξαίρεση ίσως την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, απέχουμε πολύ και το ξέρουμε όλοι μας.

Καλό είναι όμως να δούμε πόσο μακριά είμαστε και γιατί τα θαλασσώσαμε σε έναν τόσο κρίσιμο τομέα. Κατ αρχήν, θέλω να επισημάνω ότι τείνουμε να ταυτίσουμε την παιδεία με την παροχή γνώσης, θεωρώντας περιττή τη μόρφωση. Αποτέλεσμα αυτής της νοοτροπίας είναι η διαμόρφωση πολιτών απρόθυμων να λειτουργήσουν συλλογικά, συχνά με μειωμένες ηθικές αναστολές και με διάθεση θυσίας του συλλογικού στο βωμό του ατομικού τους συμφέροντος. Όλα αυτά, επιδρούν διαβρωτικά στην οικονομία, την κοινωνική συνοχή και τη δημοκρατία. Επίσης, ρίχνουν νερό στον μύλο του λαϊκισμού.

Ας ασχοληθούμε όμως με τα διαρθρωτικά προβλήματα της παιδείας μας, ξεκινώντας από τη δομή της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Πρώτο μεγάλο πρόβλημα είναι η αναντιστοιχία σπουδών και αναγκών της παραγωγικής διαδικασίας.

Ας ξεκινήσουμε από την επαγγελματική κατάρτιση, που παραμένει δεύτερη επιλογή, προσελκύοντας μαθητές με χαμηλές επιδόσεις. Μόλις το 30% των νέων μας την επιλέγει (βλ. σχετική μελέτη του “Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης”) και από αυτούς το 20% διακόπτουν τις σπουδές τους πριν την ολοκλήρωση τους (3% το αντίστοιχο ποσοστό για το Λύκειο). Η ελληνική κοινωνία χαρακτηριζόταν ανέκαθεν από μεγάλη ζήτηση για γενικές και πανεπιστημιακές σπουδές, οι οποίες δημιουργούν την προσδοκία επαγγελματικής και κοινωνικής ανέλιξης. Αντίθετα, οι επαγγελματικές σπουδές συνδέονται με σωματική εργασία και χαμηλή κοινωνική αποδοχή.

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω νοοτροπίας, υπάρχει έλλειψη ικανών στελεχών με τεχνική κατάρτιση, αφού οι απόφοιτοι της επαγγελματικής εκπαίδευσης είναι λιγότεροι από τους αναγκαίους και συχνά προέρχονται από εκείνους που έχουν περιορισμένες δυνατότητες.  Από τη άλλη πλευρά, υπάρχει πληθωρισμός πτυχιούχων, που αγωνίζονται σκληρά για μια οποιαδήποτε θέση, η οποία πολύ συχνά δεν έχει σχέση με το αντικείμενο σπουδών τους. Με άλλα λόγια, λόγω των προτύπων της Ελληνικής Κοινωνίας και των λανθασμένων προσδοκιών γονιών και μαθητών, η ζήτηση των θεωρητικών και επαγγελματικών σπουδών είναι αυξημένη και βρίσκεται σε σημαντική αναντιστοιχία με τη ζήτηση της αγοράς, εκτοξεύοντας την ανεργία των νέων αποφοίτων στα ύψη (σήμερα πάνω από 20% για τις ηλικίες 25-34 ετών, έναντι 8,5% της ΕΕ).

Το πιο πάνω πρόβλημα εντείνεται από την αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος να εντοπίζει τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και να εφοδιάζει τους σπουδαστές με προσόντα που θα τους επιτρέπουν να έχουν αυξημένη παραγωγικότητα και μάλιστα σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Έτσι μόνο θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί ο τριπλός στόχος της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της ικανοποιητικής αμοιβής. Αυτή άλλωστε είναι και η φιλοσοφία της στρατηγικής “Ευρώπη 2020”. Για να βεβαιωθούμε ότι “αρμενίζουμε” σε λάθος κατεύθυνση, δεν έχουμε παρά να ρίξουμε μια ματιά στη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστρία κλπ, όπου τα υψηλά ποσοστά πτυχιούχων συνυπάρχουν με χαμηλά ποσοστά ανεργίας.  

Δυστυχώς, στη Χώρα μας, έχουν ιδρυθεί τμήματα σε ΑΕΙ και ΤΕΙ τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την παραγωγική διαδικασία, αλλά και ούτε υπηρετούν κάποια επιστήμη. Επίσης, ο αριθμός των εισακτέων στα “παραγωγικά” τμήματα δεν έχει καμία σχέση με τη ζήτηση των αντίστοιχων πτυχιούχων. Συχνά καθορίζεται από πολιτικές παρεμβάσεις ή αυθαίρετες επιλογές, καθώς και από την ίδρυση νέων τμημάτων για την ικανοποίηση αιτημάτων βουλευτών, τοπικών παραγόντων κλπ, που αποσκοπούν να ικανοποιήσουν την εκλογική τους πελατεία, να ενισχύσουν την τοπική οικονομία κλπ.

Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μας, είναι η έλλειψη πόρων και υποδομών, που αναγκάζει τα ΑΕΙ / ΤΕΙ να στρέφονται όλο και πιο πολύ σε θεωρητικά πεδία (που προϋποθέτουν λιγότερους πόρους) και να απομακρύνονται διαρκώς από την πράξη. Από πού να αρχίσει και που να τελειώσει κανείς; Οι κτιριακές εγκαταστάσεις είναι πέρα για πέρα ανεπαρκείς, όπως και ο εξοπλισμός των αιθουσών διδασκαλίας και των εργαστηρίων, όπως το απαραίτητο hardware και software, η σχέση φοιτητών/καθηγητών είναι υπερβολικά μεγάλη κλπ. Επίσης, η έρευνα είναι κατά βάση προϊόν της ηρωικής προσπάθειας των μελών ΔΕΠ, αφού οι αναγκαίοι πόροι για την παροχή υποτροφιών σε υποψήφιους διδάκτορες είναι ανύπαρκτοι και η χρηματοδότηση συνεδρίων, διαπανεπιστημιακών συνεργασιών κλπ πολύ περιορισμένη.

Το τρίτο μεγάλο πρόβλημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, είναι το περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο και η απεριόριστη ευχέρεια της πολιτικής ηγεσίας να το αλλάζει όποτε θέλει και όπως θέλει. Το Κράτος θα έπρεπε να περιορισθεί στη διαμόρφωση ενός πλαισίου αρχών και κανόνων που να διασφαλίζουν την ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου και θα θέτουν τις ηθικές και πολιτιστικές βάσεις που ταιριάζουν στη Χώρα μας. Επίσης, να έχει τη διαρκή εποπτεία και να ελέγχει τη συμμόρφωση των πανεπιστημίων με το πιο πάνω πλαίσιο αρχών. Από εκεί και πέρα, τα ΑΕΙ / ΤΕΙ να μπορούν να κάνουν τις δικές τους επιλογές σχετικά σε το εκπαιδευτικό τους πρόγραμμα, τους περιορισμούς / ευχέρειες της εκπαιδευτικής διαδικασίας, τον τρόπο που διοικούνται κλπ.  Αντί γι αυτό, το Κράτος παρεμβαίνει αυθαίρετα σε όλα σχεδόν τα κρίσιμα θέματα, όπως π.χ. :

  • Τον τρόπο επιλογής των σπουδαστών,
  • Τον επιτρεπόμενο χρόνο φοίτησης τους (έτσι δημιουργήθηκε το φαινόμενο “αιώνιων” φοιτητών),
  • Τη δυνατότητα παρέμβασης στους χώρους του πανεπιστημίου για την αντιμετώπιση παράνομων ενεργειών (βλ. αξιοποίηση του ασύλου από παρασιτικά και παράνομα κυκλώματα, καθώς και από αναρχικές ομάδες),
  • Τον τρόπο επιλογής και αμοιβής των καθηγητών,
  • Τη συγχώνευση ΑΕΙ ΤΕΙ ή την ίδρυση νέων κλπ.

Επίσης, απαγορεύει τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων (που θα μπορούσαν να συνυπάρχουν με τα δημόσια), με αποτέλεσμα την εξάρτηση της ποιότητας και της επιβίωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από την κρατική επιχορήγηση, η οποία ορίζεται (και αυτή) αυθαίρετα και είναι συνήθως πολύ μικρότερη από την αναγκαία.

Προφανώς ο κατάλογος των προβλημάτων που συνδέονται με την Παιδεία μας, καθώς και των λαθών που τα δημιούργησαν, δεν εξαντλείται εδώ. Η πιο πάνω αναφορά σε αυτά, απλώς επισημαίνει την παθολογία του εκπαιδευτικού μας συστήματος και την ανορθόδοξη δική μας λειτουργία: Από τη μία πλευρά επενδύουμε πρόθυμα στην εκπαίδευση των παιδιών μας, αλλά από την άλλη επιτρέψαμε στο Κράτος και στις δικές μας εμμονές, να δημιουργήσουν και να διατηρούν ένα ανορθόδοξο εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο ψαλιδίζει δραστικά το μέλλον τους.