X

Όταν το Πάσχα αργεί

Είχα ανοίξει τη μπαλκονόπορτες περιμένοντας να ακούσω τις πένθιμες καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής, όταν ξαφνικά άρχισε από μακριά να αντηχεί μία ανδρική φωνή.

Ant1news

«Σε παρακαλώ, τέσσερα παιδιά στο πάρκο. Φαγητό δεν έχω το Πάσχα. Σε παρακαλώ.» 

Ο τόνος ήταν σπαρακτικός, ο άνδρας ακουγόταν σαν να έβαζε όλη τη δύναμη της ψυχής του, ελπίζοντας πως κάποιος θα συγκινηθεί και θα τον βοηθήσει. Ακόμα δεν τον είχα δει, άκουγα μόνο τη φωνή του. Μια φωνή πιο πένθιμη και από τις καμπάνες, που άρχισαν σχεδόν ταυτόχρονα να χτυπούν.

«Σε παρακαλώ, φαΐ σε σκουπίδια ψάχνω. Τέσσερα παιδιά στο πάρκο τα έχω. Πάσχα να κάνω θέλω». 

Βγήκα στο μπαλκόνι να δω ποιος είναι αυτός που φωνάζει. Δεν ήμουν μόνο εγώ η περίεργη. Διαπίστωσα πως αρκετοί γείτονες είχαν στηθεί πίσω από τα παράθυρα, κάποιοι είχαν βγει και αυτοί στα μπαλκόνια, περιμένοντας να δουν ποιος είναι αυτός που ξαφνικά αναστάτωσε το σιωπηλό μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής. 

Ήταν ένας άνδρας γύρω στα σαράντα, γεροδεμένος, που βάδιζε με το κεφάλι ψηλά, παρότι φαινόταν πολύ ταλαιπωρημένος. Μαύρα ρούχα, σχεδόν κουρέλια, ακούρευτος, με πυκνό και μπλεγμένο μούσι. Το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω μας εκλιπαρώντας για μια μικρή βοήθεια. Μας κοιτούσε που τον κοιτούσαμε, χωρίς ούτε ένας από εμάς να κάνει ένα νεύμα να περιμένει, να του πει μια κουβέντα ότι θα του κατεβάσει κάτι. Δεν μας έπεισε για το δράμα του; Δεν θέλαμε να μας πείσει; 

Με γρήγορα, ίσως και ενοχικά βήματα κρυφτήκαμε πίσω από τις μπαλκονόπορτες, να συνεχίσει ο καθένας τις ετοιμασίες του για το πασχαλινό τραπέζι. Η φωνή του άνδρα σιγά-σιγά έσβησε. 

«Πάσχα θέλω να κάνω…» ήταν τα τελευταία του λόγια που μπλέχτηκαν με τις καμπάνες.