X

Μείωση δαπανών ή αύξηση της φορολογίας για την επιτυχία της δημοσιονομικής προσαρμογής;

*Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Καθηγητής στην έδρα Jean Monnet στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, πρώην Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων

Ant1news

Όταν οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης (π.χ. όπως τα τρία μνημόνια), όπου επιδιώκουν να διαμορφώσουν (πρωτογενή) πλεονάσματα, έχουν το εξής δίλημμα: να βασιστούν περισσότερο στη μείωση των δημοσίων δαπανών ή να αυξήσουν τη φορολογία; Σύμφωνα με διάφορες μελέτες, η μείωση των δαπανών είναι αποτελεσματικότερη έναντι της αύξησης της φορολογίας για την επίτευξη των στόχων της δημοσιονομικής προσαρμογής, για τρεις λόγους.

(α) Η αύξηση της φορολογίας, ενισχύει τα έσοδα και δημιουργεί ταμιακή ευχέρεια στους υπουργούς, άρα και κίνητρο να δαπανήσουν περισσότερα.

(β) Η αύξηση της φορολογίας επηρεάζει τα κίνητρα των ατόμων να προσφέρουν περισσότερο ή όχι ή να φοροδιαφύγουν περισσότερο. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα, μια γυναίκα, η οποία, κατανέμει τις 24 ώρες που έχει στη διάθεσή της ανάμεσα στην εργασία και στην ανάπαυση. Η εργασία της δίνει εισόδημα, η ανάπαυση  δεν έχει εισόδημα, αλλά της αυξάνει την ευημερία. Όταν η φορολογία εισοδήματος είναι χαμηλή η επιθυμία για εργασία είναι μεγάλη, γιατί τα χρήματα που απομένουν στο πορτοφόλι της είναι πολλά. Καθώς αυξάνεται ο φορολογικός συντελεστής, τόσο περισσότερο μειώνεται το κίνητρο και η διάθεση της γυναίκας να μπει στην αγορά εργασίας ή να δουλέψει περισσότερο, γιατί τόσο λιγότερα είναι τα χρήματα που τελικά της απομένουν. Θα προτιμήσει έτσι να κάτσει σπίτι της ή να δουλέψει στην υπόγεια οικονομία γιατί τότε το κέρδος της θα είναι μεγάλο. Το φαινόμενο αυτό στη διεθνή βιβλιογραφία είναι γνωστό ως καμπύλη Laffer. Η καμπύλη Laffer δείχνει ότι οι φορολογικοί συντελεστές μπορούν να αποδώσουν μέχρις ενός σημείου. Παραπέρα, τα έσοδα μειώνονται αντί να αυξάνονται.

γ) Η αύξηση της φορολογίας επιδρά αρνητικά στην επένδυση που είναι η ατμομηχανή της ανάπτυξης. Σε εμπειρικό επίπεδο, πλήθος εργασιών στα σημαντικότερα επιστημονικά περιοδικά του κόσμου, αλλά και μελέτες διεθνών οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ, προσδιορίζουν και την άριστη κατανομή: 70% να αφορά μέτρα στην πλευρά των δημοσίων δαπανών (με την εξαίρεση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων και βέβαια κοινωνικών δαπανών) και 30% μέτρα στην πλευρά της φορολογίας.  Τι έγινε στην Ελλάδα στα μνημονιακά χρόνια της κρίσης; Μόνο στην αρχή της περιόδου προσαρμογής, το 2010 και το 2013, η βαρύτητα των δημοσίων δαπανών ξεπέρασε το 70%. 

Στα χρόνια της βαθιάς ύφεσης 2011 & 2012 όπου η σωρευτική πτώση του ΑΕΠ ήταν 15,5%, η πλευρά των φορολογικών εσόδων συνεισέφερε περισσότερο, δηλαδή κατά  54.9% και 51.50% αντίστοιχα. Η επιλογή της φορολογίας ήταν επίσης ξεκάθαρη στο τρίτο μνημόνιο ξεπερνώντας μάλιστα το 90% των συνολικών μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής. 

Γιατί υπήρξε αυτή η επιλογή; Μια απλή εξήγηση είναι γιατί η επιβολή φορολογίας είναι πολιτικά και τεχνικά πιο εύκολη. Μια πιο σύνθετη εξήγηση που υποστηρίζεται από διάφορες μελέτες είναι ότι η μείωση των δαπανών δεν είναι εύκολη σε χώρες που υπάρχει μεγάλη διαφθορά και πελατειακές-προσοδοθηρικές συμπεριφορές.