ΚΟΝΤΖΑΣ ΚΩΣΤΑΣ
ΚΟΝΤΖΑΣ ΚΩΣΤΑΣ

20 Απριλίου 2021 23:41

Ελλάδα - Ισραήλ: o δρόμος προς ένα νέο στρατηγικό δεσμό (;)

Διάβασέ μου το...

Γράφει ο Κώστας Κοντζάς, Ερευνητής της Ομάδας Διεθνών Σχέσεων & Εξωτερικής Πολιτικής της SAFIA.

-

Έχοντας ως αφορμή την -κατά τα φαινόμενα- αυξανόμενη εμβάθυνση των ε[1]λληνο-ισραηλινών σχέσεων την τελευταία δεκαετία, η παρούσα ανάλυση θα κάνει μια σύντομη [2] πλην ουσιαστική ανασκόπηση των σχέσεων των δύο χωρών μέχρι τις αρχές του 2000 και ειδικότερα στις αμοιβαίες προσπάθειες για την βελτίωση αυτών, ενώ στη συνέχεια θα εξεταστούν τα βήματα που έχουν γίνει προς τη βελτίωση των διμερών σχέσεων κατά το πρόσφατο παρελθόν. Παράλληλα, θα δοθεί έμφαση στην οπτική και στα αίτια με βάση τα οποία Ελλάδα και Ισραήλ χάραξαν πολιτική στις μεταξύ τους συζητήσεις και θα εξεταστεί κατά πόσο είναι εύλογο να αναμένεται η περαιτέρω εξέλιξη του ήδη εκκολαπτόμενου στρατηγικού δεσμού.

Από τη στασιμότητα…

Ένα περίπου αιώνα μετά την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους στο Λονδίνο, στις 3 Φεβρουαρίου του 1830[1], ανακηρύσσεται στο Τελ Αβίβ η ανεξαρτησία του Ισραήλ. Τα θεμέλια για τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους είχαν ήδη τεθεί από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1947 -ένα Ψήφισμα το οποίο η Ελλάδα, μεταξύ άλλων, καταψήφισε στη σχετική ψηφοφορία[2]. Στόχος του Ψηφίσματος 181 του ΟΗΕ ήταν η διχοτόμηση της περιοχής της Παλαιστίνης σε δύο κράτη: ένα εβραϊκό και ένα αραβικό, ενώ παράλληλα προβλεπόταν και η δημιουργία ενός Ειδικού Διεθνούς Κ[3] αθεστώτος για τη πόλη της Ιερουσαλήμ. Όταν το Ισραήλ εισήχθη στον ΟΗΕ το 1949, από τα 58 -εξαιρουμένου του Ισραήλ- μέλη του Οργανισμού, τα 33 είχαν αναγνωρίσει de jure (εκ του δικαίου) το νέο κράτος. Η Ελλάδα δεν αποτελούσε μια εξ αυτών, εμμένοντας στην de facto (εκ των πραγμάτων) αναγνώριση του εβραϊκού κράτους, και χρειάστηκε να περάσουν 4 δεκαετίες μέχρι τα δύο κράτη να συνάψουν επισήμως διπλωματικές σχέσεις.

Από τον Μάρτιο του 1949, όταν και η Ελλάδα αναγνώρισε την de facto ύπαρξη του Κράτους του Ισραήλ, μέχρι τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας, οι σχέσεις των δύο χωρών υπέστησαν αρκετές διακυμάνσεις. Κατά τις πρώτες δεκαετίες οι διμερείς σχέσεις ήταν αρκετά ‘ψυχρές’, γεγονός που σε ένα βαθμό οφειλόταν στην ιστορία Ελλήνων και Εβραίων, η οποία χαρακτηριζόταν μεν από συνεργασία, αλλά και αρκετή θρησκευτική αντιπαράθεση (Nachmani 1987, σ. 89-90). Η ελληνική διπλωματία τήρησε μια επιφυλακτική στάση απέναντι στο Ισραήλ και, παρά τη μερική αναγνώριση του εβραϊκού κράτους, ακολούθησε μια σειρά αποθαρρυντικών, για την βελτίωση των σχέσεων, κινήσεων, όπως για παράδειγμα η καταψήφιση στον ΟΗΕ πλήθους ψηφισμάτων που αφορούσαν το Ισραήλ, η απαγόρευση μετακινήσεων προς αυτό, ακόμη και η κατάσχεση δύο αεροπλάνων που το τελευταίο είχε αγοράσει από τη Βρετανία (Nachmani 1987, σ. 91 - Abadi 2000, σ. 42). Η διστακτικότητα της ελληνικής πλευράς εξηγείται αν λάβει κανείς υπόψη τη διακαή επιθυμία της Ελλάδας να διατηρήσει στενότατες επαφές με τον αραβικό κόσμο και ιδίως την Αίγυπτο, για λόγους που σχετίζονταν με το Κυπριακό, την ελληνική μειονότητα στην Αίγυπτο και τα εμπορικά συμφέροντα της χώρας (Abadi 2000, σ. 42-44 - Nachmani 1987, σ. 105-109). Αυτή η συνεχής άρνηση της Ελλάδας στις προσεγγίσεις των Ισραηλινών προκάλεσε εκνευρισμό μεταξύ των τελευταίων -το Ισραήλ έφτασε να συγκαταλέγει την Ελλάδα στους εχθρούς του  και την ‘έδειχνε’ ως υπαίτια για τις δυσμενείς σχέσεις (Nachmani 1987, σ. 97 και 100).  Ωστόσο ολική ρήξη δεν επήλθε, κυρίως λόγω του δόγματος που ακολουθούσε το Ισραήλ, ως προς τη τήρηση φιλικών δεσμών με όλα τα κράτη της Μεσογείου (Abadi 2000, σ. 44).

Οι συζητήσεις γύρω από το Κυπριακό Ζήτημα υπήρξαν το επιστέγασμα των κακών ελληνο-ισραηλινών[4]  σχέσεων κατά την πρώιμη αυτή περίοδο. Η πεποίθηση που επικρατούσε στο εβραϊκό κράτος, ότι το Ισραήλ ‘δεν είχε τίποτα να χάσει με μία αντι-ελληνική πολιτική’, καθώς οι σχέσεις δεν μπορούσαν να γίνουν χειρότερες[5] , σε συνδυασμό με την σχεδόν απόλυτη υποστήριξη προς την -φιλική προς αυτό- Τουρκία δεν βοηθούσε τη κατάσταση. Οι Ισραηλινοί διπλωμάτες θεωρούσαν το ζήτημα της Ενώσεως αβάσιμο ιστορικά, χωρίς πραγματικές ρίζες και προϊόν εσωτερικών εξελίξεων της Ελλάδας (Nachmani 1987, σ. 102-104). Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι μέσα σε αυτό το πλαίσιο δύσκολα μπορούσε να σημειωθεί πρόοδος.

Οι εξελίξεις μέχρι τη δεκαετία του 1990 κυλούσαν στο ίδιο μήκος κύματος, επηρεαζόμενες όχι μόνο από την ανάγκη της Ελλάδας να διατηρήσει στενούς δεσμούς με τους Άραβες, αλλά και από τις πολιτικές μεταβολές στο εσωτερικό της χώρας. Οι συνεχείς εναλλαγές στη διακυβέρνηση μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας δεν επέφεραν κάποια ουσιαστική αλλαγή στην γραμμή που ακολουθούσε η ελληνική διπλωματία, παρά το γεγονός ότι η ρητορική των δύο κομμάτων αναφορικά με το Ισραήλ[6]  διέφερε σε περιεχόμενο και ένταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι διαφωνίες σχετικά με την προσέγγιση των ελληνο-ισραηλινών [7] σχέσεων επικράτουσαν μεταξύ και των μελών του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος (Abadi 2000, σ. 55-63).

Η πίεση που ασκούνταν από τις Η.Π.Α. και η ανησυχία για την εικόνα που η ελληνική κυβέρνηση έδειχνε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού έθεσαν εκ νέου το ζήτημα της πλήρους αναγνώρισης. Η Ελλάδα άρχισε να εξετάζει σοβαρά ένα τέτοιο ενδεχόμενο και έτσι, [8] τον Μάιο του 1990, το Ισραήλ αναγνωρίστηκε de jure (στη βάση του διεθνούς δικαίου) από το ελληνικό κράτος (Abadi 2000, σ. 63-65)

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η αυξανόμενη συνεργασία Τουρκίας-Ισραήλ στον στρατιωτικό τομέα είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να επιδιώξει στενότερες επαφές με το εβραϊκό κράτος. Στην Αθήνα θεωρούσαν ότι μια ενδεχόμενη ισραηλινο-τουρκική [9] αμυντική συνεργασία θα προκαλούσε μετατόπιση ισχύος -όχι προς μια επιθυμητή για την Ελλάδα κατεύθυνση- στην περιοχή της Μεσογείου και τη δυνητική επιρροή που θα μπορούσε να έχει το εβραϊκό λόμπι στην Ουάσινγκτον, υπέρ των τουρκικών[10]  θέσεων ως προς το Κυπριακό (Athanassopoulou 2003, σ. 113-115). Στο Ισραήλ, από τη μία γινόταν αντιληπτή η τεράστια, στρατηγική, οικονομική και γεωπολιτική σημασία των σχέσεων με την Άγκυρα, από την άλλη ήταν ξεκάθαρο ότι η παρουσία της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο δεν θα έπρεπε να αγνοηθεί αντίθετα, η πρόοδος των διμερών σχέσεων αξιολογούνταν σοβαρά [11] (Athanassopoulou 2003, σ. 113-115). Ήταν σαφές πως στην Ελλάδα έβλεπαν την συνεργασία με το Ισραήλ ως μια ευκαιρία να αποκατασταθεί η εικόνα τους στη Δύση, κάτι που θα επηρέαζε τις εξελίξεις στο Κυπριακό, και ταυτόχρονα επεδίωκαν τα οφέλη των προηγμένων τεχνολογικά ισραηλινών αμυντικών εξοπλισμών. Το ελληνικό[12]  κράτος ήταν τώρα διατεθειμένο να θέσει σε ρίσκο τις σχέσεις που είχε με τους Άραβες για χάρη του Ισραήλ (Athanassopoulou 2000, σ. 118-120). Στο ίδιο πνεύμα ήταν και η επίσκεψη, για πρώτη φορά στα χρονικά, του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου στην Ιερουσαλήμ, που έδειξε έμπρακτα την νέα δυναμική των σχέσεων και αποτύπωσε την ευρέως πια διαδεδομένη αντίληψη ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν μέσα από μια ελληνο-ισραηλινή[13]  συμμαχία.

Το πολιτικό περιβάλλον στη Δύση ήταν πλέον τέτοιο που η Ελλάδα δεν μπορούσε να συνεχίσει να αγνοεί την ύπαρξη και μια πιθανότητα συνεργασίας με το Ισραήλ. Καθώς η υποστήριξη Ε.Ε. και Αμερικής ήταν κομβική για τις ελληνικές κυβερνήσεις, παράλληλα με την αντιστάθμιση της τουρκικής απειλής, μια επαναπροσέγγιση με το εβραϊκό κράτος έμοιαζε όλο και πιο επιτακτική. Οι λόγοι για τους οποίους έγινε αυτή η ‘στροφή’ εξετάστηκαν παραπάνω, όμως αξίζει να επισημανθεί ότι η βελτίωση των σχέσεων με το Ισραήλ εκλήφθηκε ως μια στρατηγική κίνηση στη γενικότερη προσπάθεια ενίσχυσης της ελληνικής [14] θέσης έναντι της τουρκικής[15] . Η στενή συνεργασία Αθήνας-Ιερουσαλήμ θα είχε ως αποτέλεσμα (πιθανώς) η Αμερική να είναι θετικά διακείμενη απέναντι Ελλάδα όταν η συζήτηση αφορούσε τα ελληνοτουρκικά[16]  (Athanassopoulou 2003, σ. 122).

… προς την πολυδιάστατη επαναπροσέγγιση

Σημαντική πρόοδος στις διμερείς σχέσεις δεν παρατηρήθηκε μέχρι και το 2008 περίπου και τη ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ. Στην τελευταία αυτή κατάσταση οδήγησαν η εμφανώς μειωμένη εμπλοκή του, θετικά διακείμενου προς το Ισραήλ, τ[17] ουρκικού στρατού στις εγχώριες αποφάσεις, ορισμένες άστοχες τοποθετήσεις του Προέδρου Ερντογάν[3], η υποστήριξη από τη κυβέρνησή του τελευταίου απέναντι στους Παλαιστίνιους και φυσικά το περιστατικό Mavi Marmara, όπου 8 Τούρκοι ακτιβιστές βρέθηκαν νεκροί μετά από συμπλοκή με το ι[18] σραηλινό ναυτικό (Tziampiris 2015, σ. 64-69). Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Αθήνα επικρατούσε η άποψη πως το όλο συμβάν ήταν προσχεδιασμένο από τη γειτονική χώρα, σε μια προσπάθεια δικαιολόγησης της στροφής της προς την Ανατολή (Tziampiris 2015, σ. 83) [19] 

Πριν ακόμη το περιστατικό, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ, είχε παρατηρηθεί μια αναθέρμανση στις ελληνο-ισραηλινές[20]  σχέσεις, η οποία επισφραγίζεται με τη διεξαγωγή κοινής στρατιωτικής άσκησης (Tziampiris 2015, σ. 77-78).  Ακολούθησε μια τυχαία (σ.σ. υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με αυτό) συνάντηση των Πρωθυπουργών των δύο χωρών σε καφετέρια στη Μόσχα, ενώ παράλληλα η υπόγεια διπλωματία δούλευε προς την επίτευξη στενότερων σχέσεων. Μάλιστα, η ιστορική επίσκεψη του Β. Νετανιάχου στην Ελλάδα το 2010, η πρώτη ενός ισραηλινού Πρωθυπουργού, που ήρθε να απαντήσει στην αντίστοιχη του Γ. Παπανδρέου στο Ισραήλ, είχε συμβολίκη αλλά και πραγματική σημασία. Μετά από πολλές προσπάθειες, η επιθυμία για ουσιαστική συνεργασία των δύο χωρών ερχόταν στη δημοσιότητα (Tziampiris 2015, σ. 86). Πρέπει να αναφερθεί πως η επίσκεψη του Νετανιάχου στην Αθήνα συνάντησε σε γενικές γραμμές θετικές αντιδράσεις και η εμβάθυνση των σχέσεων με το Ισραήλ έχαιρε διακομματικής υποστήριξης  (Tziampiris 2015, σ. 89-91 - Tsakiris 2014, σ. 6). Τα χρόνια που ακολούθησαν σημειώθηκαν πολυάριθμες επισκέψεις υψηλόβαθμων αξιωματούχων, υπουργών κ.λπ. σε αμφότερα τα κράτη (Tziampiris 2015, σ. 92, 94).

Η επιθυμία του Γ. Παπανδρέου για στενότερους δεσμούς με το Ισραήλ ήταν σαφής κατά τα χρόνια της πρωθυπουργίας του και η κρίση στις σχέσεις του τελευταίου με την Τουρκία του έδωσαν την ευκαιρία να υλοποιήσει την επιθυμία αυτή. Μια από τις βλέψεις του ήταν να μπορέσει η Ελλάδα να παίξει έναν σημαντικότερο ρόλο στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο, κάτι που είχε ως προαπαιτούμενο καλές σχέσεις με το εβραϊκό κράτος (Lindenstrauss & Gavrielides 2019, σ. 57)

Η πρόοδος που είχε σημειωθεί ήταν τεράστια. Η κυβερνητική αστάθεια του ε[21] λληνικού κράτους μέχρι και τα μισά της περασμένης δεκαετίας δεν επηρέασε στο ελάχιστο τις σχέσεις Ελλάδας και Ισραήλ (Tziampiris 2015, σ. 122-127). Στο απόγειο της κρίσης, το 2012 και το 2013, η στρατιωτική συνεργασία των δύο χωρών είχε πάρει σάρκα και οστά, με 52 και 50 κοινές ασκήσεις, συναντήσεις αξιωματικών κ.λπ. αντίστοιχα (Tziampiris 2015, σ. 96-97). Το 2014 διορίστηκε στην Ελλάδα για πρώτη φορά ισραηλινός στρατιωτικός σύμβουλος, ενώ το 2015 οι δύο χώρες συμφώνησαν να επιτραπεί η εγκατάσταση ελληνικών ή ισραηλινών [22] στρατιωτικών σωμάτων στην Ελλάδα ή το Ισραήλ (Lindenstrauss & Gavrielides 2019, σ. 54-55). Ωστόσο, μέχρι και σήμερα, η συνεργασία των δύο χωρών στον στρατιωτικό τομέα, στην οποία με τη πάροδο του χρόνου εντάχθηκε και η Κύπρος, παρά την συνεχή ανανέωση των προγραμμάτων ασκήσεων και συμβουλευτικής των ενόπλων δυνάμεων (βλ. Τριμερής Στρατιωτική Συνεργασία για το 2021[4]), δεν προχώρησε ποτέ στην υπογραφή κάποιας επίσημης αμυντικής συνθήκης που θα απέβλεπε σε αλληλοβοήθεια, σε περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης ή πολέμου ενός εκ των δύο (ή τριών) συμμάχων. Η εξήγηση για αυτό έγκειται στο ότι μια πιθανή αμυντική συνθήκη θα θορυβούσε σημαντικά την Τουρκία και θα ενίσχυε τις ήδη υπάρχουσες εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι, δεδομένου και ότι οι χώρες αυτές είναι ‘υποχρεωμένες’ να συνυπάρχουν γεωγραφικά, η επιθυμία τους να μην αποκλείσουν οποιαδήποτε μελλοντική συνεργασία με την Τουρκία, τις έχει οδηγήσει στη δημιουργία μιας ‘οιονεί’ συμμαχίας (Tziarras 2016, σ. 410-411).

Μείζονος σημασίας στην σύμπραξη αυτή αποτελεί ο παράγοντας ‘Τουρκία’. Πέρα από την αναζήτηση προηγμένων στρατιωτικών τεχνολογιών και τεχνογνωσίας (Stergiou 2016, σ. 421), η Ελλάδα, κρίνοντας πως η Άγκυρα παραβιάζει συχνά τα θαλάσσια σύνορα και τον εναέριο χώρο της, βρισκόταν σε διαρκή αναζήτηση παρόχων ασφαλείας, καθώς και οικονομικών - ενεργειακών εταίρων. Πρέπει να επισημανθεί ότι η Ελλάδα και το Ισραήλ μοιράζονται μια κοινή στρατηγική κουλτούρα, που βασίζεται σε ένα συνεχές αίσθημα απειλής από τους δρώντες του εξωτερικού τους περιβάλλοντος (Τσάκωνας 2016, σ. 122). Μετά και την ολική ρήξη με τη Τουρκία και την υιοθέτηση ενός νεο-Οθωμανικού δόγματος από αυτή, ήταν προφανές ότι, πέρα από τις γειτονικές αραβικές χώρες, και η Άγκυρα θα αποτελούσε, πλέον, έναν ‘εχθρό’ στα ‘μάτια’ του Ισραήλ. Ως εκ τούτου, η αυξανόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας και η αστάθεια στην Ανατολική Μεσόγειο οδήγησαν την Ιερουσαλήμ να επιλέξει μια συμμαχία που θα βοηθούσε να αντισταθμιστεί η εν λόγω ισορροπία. Αντίστοιχα, η συμμαχία αυτή ήταν μια ‘εξαιρετική και πιθανώς μοναδική ευκαιρία’ για την Ελλάδα (και την Κύπρο) να συνεργαστούν με έναν ισχυρό, γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά, δρώντα της ‘γειτονιάς’ τους (Tziarras 2016, σ. 415-416, 419). Πρέπει να επισημανθεί ότι υπήρξε μια προσπάθεια αποκατάστασης των τουρκο-ισραηλινών [23] σχέσεων το 2016, χωρίς όμως να υπάρξει ουσιαστική βελτίωση.

Μια κομβική διάσταση των σχέσεων Ελλάδας και Ισραήλ είναι η συνεργασία στον ενεργειακό τομέα. Αναπόσπαστη είναι η συμμετοχή της Κύπρου σε αυτό, καθως το πιο πρόσφατο -μεγαλόπνοο- σχέδιο προβλέπει τη κατασκευή ενός αγωγού (EastMed) στην Ανατολική Μεσόγειο, ο οποίος θα μεταφέρει τα αποθέματα φυσικού αερίου Κύπρου και Ισραήλ (και τα μικρότερου μεγέθους ελληνικά) στην ηπειρωτική Ευρώπη μέσω της Ελλάδας. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο και τεράστιας σημασίας έργο, το οποίο μάλιστα ικανοποιεί μια καίρια επιθυμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για απεξάρτηση από το φυσικό αέριο της Ρωσίας. Αξίζει να αναφερθεί ότι η κατασκευή του αγωγού EastMed έχει συμπεριληφθεί στα Έργα Κοινού Ενδιαφέροντος της Ε.Ε., κάτι που συνεπάγεται την αρωγή της τελευταίας στην υλοποίηση του έργου (Sotiropoulos & Mazis 2016, σ. 37-38). Πέρα από το αυτονόητο μεγάλο οικονομικό κέρδος, το Ισραήλ θα μπορούσε να αξιοποιήσει το έργο αυτό ως μοχλό πίεσης στην Ευρώπη, προκειμένου η τελευταία να ταχθεί υπέρ του στις αραβο-ισραηλινές διαφορές. Η Ελλάδα και η Κύπρος από την άλλη θα έβλεπαν την οικονομική τους κατάσταση να βελτιώνεται σημαντικά (Sotiropoulos & Mazis 2016, σ. 37). Πιθανό επακόλουθο μιας τέτοιας εξέλιξης θα ήταν και η προστασία της οικονομικής αυτής ζώνης από τους ενδιαφερόμενους, κάτι που δυνητικά θα μπορούσε να σημαίνει και την παρουσία ισραηλινού στόλου σε έναν χώρο για τον οποίο Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται σε συνεχή διένεξη. Ένα άλλο έργο που μελετάται από το ‘γεωπολιτικό τρίγωνο’ Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ είναι ο Ευρασιατικός Διασυνδετήριος Αγωγός, ο οποίος θα συνδέει τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας των τριών χωρών και έχει επίσης συμπεριληφθεί στα Έργα Κοινού Ενδιαφέροντος (Lindenstrauss & Gavrielides 2019, σ. 54). Είναι λοιπόν σαφές ότι η συνεργασία των τριών χωρών στον χώρο της ενέργειας είναι ιδιαίτερα στενή - μέχρι και τις αρχές του 2020 είχαν διεξαχθεί 7 τριμερείς σύνοδοι (Tzogopoulos 2020, σ. 3)

Κριτική αποτίμηση

Όπως διαπιστώθηκε, η πρόοδος που παρατηρήθηκε στις σχέσεις των δύο χωρών, κατά την τελευταία δεκαετία, είναι πολλαπλάσια αυτής των πρώτων έξι δεκαετιών της συνύπαρξής τους. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Ελλάδα βρήκε έναν καινούριο σύμμαχο χωρίς παράλληλα να διακινδυνεύσει τους στενούς δεσμούς της με τον αραβικό [24] κόσμο (Tziampiris 2015, σ. 90). Διαφωνίες, βέβαια, υπάρχουν στο εσωτερικό του ε[25] λληνικού κράτους για το κατά πόσο μια συμμαχία με το Ισραήλ συνάδει με τα συμφέροντα ή την ιδεολογική κατεύθυνση που παραδοσιακά ακολουθεί (Stergiou 2016, σ. 417 - Ήσυχος 2020[5]). Ωστόσο, αν και κατά τα φαινόμενα οι ανησυχίες αυτές δεν αποτελούν μείζονα ζητήματα του εγχώριου πολιτικού διαλόγου, μια περαιτέρω στρατηγική σύζευξη, στη βάση της εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων ισχύος του ενός ή του άλλου κράτους, υπέρ της ενίσχυσης της ελληνικής ή της ισραηλινής εθνικής ασφάλειας, φαντάζει ακόμα αρκετά δυσπρόσιτη. Μια πιθανή λύση στο Κυπριακό, επί παραδείγματι, ίσως να αναθέρμανε τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, σε συνάρτηση με τις ήδη σημαντικές οικονομικές σχέσεις· η ύπαρξη ωστόσο ενός αμυντικού συμφώνου θα απέτρεπε, κατά πάσα πιθανότητα, κάτι τέτοιο (Tziarras 2016, σ. 420). Αντίστοιχα, το Ισραήλ δύσκολα θα θυσίαζε μια νέα στρατιωτική συνεργασία με την Τουρκία, άπαξ και αποκατασταθούν οι διμερείς σχέσεις, για χάρη της Ελλάδας και της Κύπρου. Δεν πρέπει όμως να θεωρηθεί ότι οι σχέσεις Ελλάδας-Ισραήλ εξαρτώνται αποκλειστικά από τη Τουρκία. Όπως επισημαίνει ο Β. Κάππης, οι σχέσεις των δύο χωρών ίσως να έχουν φτάσει σε ένα σημείο όπου, οι εξελίξεις στην επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με το εβραϊκό κράτος, δεν διαφαίνεται να έχουν τόσο μεγάλο αντίκτυπο (Kappis 2017, σ. 104).

Εν πάσει περιπτώσει, αυτό που παρατηρείται είναι μια διαρκώς αυξανόμενη συνεργασία, ακόμη κι αν αυτή δεν μεταφράζεται σε επίσημες αμυντικές συνθήκες. Παράλληλα, όμως, παρατηρείται και μια προσπάθεια αποκρατικοποίησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, μια τάση δηλαδή των διαμορφωτών πολιτικής να μην θεωρούν ως κατ’αποκλειστικότητα στρατηγικούς εταίρους τις χώρες της Δύσης (Τσάκωνας 2016, σ. 125), με τις κινήσεις της χώρας να μην συμβαδίζουν απόλυτα με την γραμμή που ακολουθεί η Ε.Ε. απέναντι στο Ισραήλ. Την κίνηση αυτή δικαιολογεί εν μέρει μια γενικευμένη σκεπτικιστική στάση απέναντι στο ευρωπαϊκό ιδεώδες, απότοκο της οικονομικο-πολιτικής κρίσης της οποίας μετέρχεται η Ένωση. Βέβαια, μια τέτοιου είδους δήλωση είναι αρκετά γενική όταν γίνεται λόγος για κάτι τόσο σύνθετο, όπως η εξωτερική πολιτική μιας χώρας, και πολλές φορές υπάρχουν αντιφάσεις. Έτσι, ενώ η Ελλάδα δείχνει να προσπαθεί να οικοδομήσει μια σχέση με το Ισραήλ σε θεμέλια που η ίδια έχει θέσει, μακριά από τις προσταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακολουθεί τη κοινή γραμμή της τελευταίας σε ό,τι έχει να κάνει με την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ, ως πρωτεύουσα του εβραϊκού κράτους, παρά τις πιέσεις που δέχεται από την ισραηλινή κυβέρνηση για μία τέτοια κίνηση. 

Βιβλιογραφία

  1. Abadi, J. (2000). Constraints and Adjustments in Greece's Policy toward Israel. Mediterranean Quarterly, 11(4), 40-70, Διαθέσιμο εδώ
  2. Athanassopoulou, E. (2003). Responding to a Challenge: Greece's New Policy Towards Israel. Journal of Southeast European and Black Sea Studies, 3(1), 108-125, Διαθέσιμο εδώ
  3. Kappis, V. (2017). Breaking Away from the Union? The Case of Greek-Israeli Relations since 2010. Στο Solidarity in the European Union: Challenges and Perspectives (Vol. 8, pp. 95-107). The S. Daniel Abraham Center for International and Regional Studies, Διαθέσιμο εδώ
  4. Litsas, S. N. & Tziampiris, A. (2015). The Eastern Mediterranean in Transition:  Multipolarity, Politics and Power. Routledge.
  5. Lindenstrauss, G. & Gavrielides, P. (2019). A Decade of Close Greece-Israel Relations. Strategic Assessment, 22(1), 51-62, Διαθέσιμο εδώ
  6. Mazis, I. T. & Sotiropoulos, I. P. (2016). The Role of Energy as a Geopolitical Factor for the Consolidation of Greek-Israeli Relations. Regional Science Inquiry, 8(2), 27-44, Διαθέσιμο εδώ
  7. Nachmani, A. (1987). Israel, Turkey and Greece: Uneasy Relations in the East Mediterranean. Routledge.
  8. Stergiou, A. (2016). Greek–Israeli Defense and Energy Ties: Writing a New Chapter in Bilateral Relations. Israel Journal of Foreign Affairs, 9(3), 417-428, Διαθέσιμο εδώ
  9. Tsakiris, T. (2014). Greece and the energy geopolitics of the eastern mediterranean. LSE IDEAS, London School of Economics and Political Science, Διαθέσιμο εδώ
  10. Tziampiris, A. (2015). The Emergence of Israeli-Greek Cooperation. Springer-Verlag.
  11. Tziarras, Z. (2016). Israel-Cyprus-Greece: a ‘Comfortable’ Quasi-Alliance. Mediterranean Politics, 21(3), 407-427, Διαθέσιμο εδώ
  12. Tziarras, Z. & Ioannou, I.-S. (2015). Syriza's Victory and Greek-Israeli Relations. Mitvim - The Israeli Institute for Regional Foreign Policies, Διαθέσιμο εδώ
  13. Tzogopoulos, G.N. (2020). Greece and Israeli-Turkish Relations. Hellenic Foundation for European & Foreign Policy, Διαθέσιμο εδώ
  14. Τσάκωνας, Π. (2016). Δομικά Χαρακτηριστικά της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής, στο Ντόκος, Θ. (επιμ.) Λευκή Βίβλος για την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, Άμυνα και Ασφάλεια: Προκλήσεις, Ευκαιρίες και Προτάσεις Πολιτικής. Αθήνα, Ι. Σιδέρης
  • [1] Σημαντικές Διεθνείς Συμβάσεις που αφορούν την Ελλάδα: Πρωτόκολλο του Λονδίνου, ΥΠΕΞ, Διαθέσιμο εδώ 
  • [2] UN General Assembly Resolution 181 (Partition Plan), United Nations, Διαθέσιμο εδώ 
  • [3] The New York Times, Leaders of Turkey and Israel Clash at Davos Panel (2009), 27.12.2020, Διαθέσιμο εδώ 
  • [4] Η Καθημερινή, Υπεγράφη η τριμερής στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, 27.12.2020, Διαθέσιμο εδώ 
  • [5] Τα Νέα, Διαξιφισμοί, Μας ευνοεί μια συμμαχία με το Ισραήλ; (2020), 27.12.2020, Διαθέσιμο εδώ
*H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς  και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.

VIDEO